Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944). Αφιέρωμα


 


«Το να συμπαθεί κανένας τις αρετές ενός ανθρώπου είναι πολύ φυσικό και δεν σημαίνει κατά βάθος τίποτε· εκείνο που είναι σοβαρό είναι ν' αρχίσει να συμπαθεί τα ελαττώματά του· σ' αυτό το επικίνδυνο σημείο μπορεί ν' αρχίσει, ακριβώς ο έρως».
Ναπολέων Λαπαθιώτης, 1929.

Αντί προλόγου
Λοιπόν, αν οι ποιητές γράφουν ποιήματα, και τα ποιήματα... γράφουν ποιητές. Δηλαδή φκιάχνουν ποιητές που δεν γράφουν ποιήματα, και που αντιλαμβάνονται την ίδια τους την ύπαρξη ως ποίημα. Ο Λαπαθιώτης ήταν ένας από αυτούς. Κι αυτή ήταν η ιδιαιτερότητα της δυστυχίας του μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο φιλόλογους και φιλολογίζοντες.
Με σεβασμό λοιπόν θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον ποιητή που πραγμάτωσε όσο κανείς άλλος στον τόπο μας το αίτημα του Νίτσε, για την αναγκαιότητα του «αισθητικώς ζην». Γιατί έχει σημασία μεγάλη να ζεις και να φέρεσαι σαν γνήσιος ποιητής, παρά να γράφεις ποιήματα στα πλαίσια μιας εργασιοθεραπείας της νεύρωσής σου μόνο και μόνο γιατί δεν ξέρεις να πλέκεις ή να κεντάς. Στο κάτω κάτω έτσι δεν κινδυνεύεις να γίνεις γελοίος σαν ποιητής. Το πολύ πολύ να γίνεις γελοίος στα μάτια κάποιων ηλιθίων, που δεν θα καταλάβουν ποτέ τη σημασία της νιτσεϊκής πρότασης για το «αισθητικώς ζην», λες και η ζωή θα μπορούσε να είναι και τίποτ' άλλο εκτός από αισθητικό γεγονός, όπως λέει και ο δάσκαλος του Λαπαθιώτη, Όσκαρ Ουάιλντ. Αυτά αναφέρει μεταξύ άλλων ο Βασίλης Ραφαηλίδης στην κριτική του για την ταινία Μετέωρο και σκιά του Τάκη Σπετσιώτη.
Προσεγγίζουμε λοιπόν με σεβασμό τον ποιητή προσπαθώντας να διεκπεραιώσουμε τούτο το εγχείρημα με απόλυτη αξιοπρέπεια. Το αφιέρωμα περιλαμβάνει το άρθρο του Γ. Τσουκαλά φίλου του Λαπαθιώτη και συγγραφέα του βιβλίου Κουρασμένος απ' τον έρωτα που έχει για πρωταγωνιστή τον ποιητή. Επίσης περιλαμβάνει το κείμενο Χαίρε Ναπολέων του Τάκη Σπετσιώτη, σκηνοθέτη της σπουδαίας ταινίας Μετέωρο και Σκιά, που αναφέρεται στον ποιητή, χρονολόγιο της ζωής και του έργου του Λαπαθιώτη καθώς και το Μανιφέστο που ο Λαπαθιώτης δημοσίευσε στο «Νουμά» το 1914.
Πολύτιμη πάντα θα είναι η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Λαπαθιώτη που κυκλοφόρησε το 1964 από τις εκδόσεις «Φέξη» -δες αφιέρωμα εδώ- με την εισαγωγή του Άρη Δικταίου· συλλογή που «βρέθηκε» ενώπιον του ανακριτή του 5ου τμήματος, αφού σύμφωνα με το κατηγορητήριο: «ο εκδότης, ο σχεδιαστής και ο συγγραφεύς έθεσαν εις κυκλοφορίαν έντυπα συγγραμμένα άσεμνα, άτινα συμφώνως προς το κοινόν αίσθημα προσβάλλουσι την αιδώ [...] με αισχράς φράσεις και ασέμνους εικόνας παριστώσας παντελώς γυμνούς άντρας με εμφανή τα γεννητικά των όργανα, καταφανώς προσβάλουσαι την αιδώ και ικαναί να διεγείρουν σεξουαλικώς και οδηγήσουν επί την έξαψιν της φαντασίας των αρρένων και ιδία των ανηλίκων εφήβων».
Αμήν! και πότε... 
 
Σχέδιο του Δ. Παπαϊωάννου, από το περ. Καντοσόλ στο χάος τχ. 5.

Η ΠΟΛΥΦΙΛΗΤΗ ΣΚΙΑ
(του Γ. Τσουκαλά)
Τον Λαπαθιώτη τον πρωτογνώρισα, εδώ και 40 χρόνια, όταν τύπωσα την πρώτη μου ποιητική συλλογή, τ’ «Αγροτικά».
Τον είχαμε ακουστά, εμείς οι νέοι τότε, από ένα απόκρυφο ποίημά του, που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα και που ποτέ δεν το είδα ν’ ανατυπώνεται:
Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι,
κι όλο θόλωνε, όλο μέλωνε
το γλυκό γλυκό σου μάτι,

και τα χέρια σου πλεκόντουσαν
στο κορμί μου γύρω-γύρω,
κι έπινα μεσ’ απ’ τα χείλια σου
γλυκιάν άχνα σαν το μύρο,

και σταλάζανε απ’ τα χείλι σου
γλυκά λόγια, σαν τα μύρα,
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι μας
κι οι μπερντέδες σαν πορφύρα…

Έτσι αγάπη μου, σε χόρτασα
κι έτσι, τη γλυκάδα σου ήπια
μέσα στ’ άνομα αγκαλιάσματα
στ’ άνομα τα καρδιοχτύπια,

κι απ’ το μέλι ποθοπλάνταζε
το κορμί σου και το μάτι
κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι…
Οι πιο παράξενες φήμες κυκλοφορούσανε γι’ αυτόν τον ποιητή, που ζούσε ιδιόρρυθμη ζωή, βγαίνοντας μόνο τις νύχτες και γυρίζοντας στο σπίτι του προτού ξημερώσει. Τον έλεγαν «ωραιοπαθή», τον έλεγαν «Ντόριαν Γκρέυ», τον έλεγαν κυνηγό εξωτικών ηδονών, που πήγαινε ως και τους «τεκέδες» της Τρούμπας για να «φουμάρει» με τους «ντερβίσηδες». Τον περιέβαλε ένας θρύλος Εωσφόρου, που πράγμα περίεργο, δεν ελέκιαζε καθόλου. Θαρρείς και φορούσε κάποιον αόρατο μαγικό μανδύα, που τον βοηθούσε να περνάει μέσα απ’ όλες τις φλόγες χωρίς να κάψει τα φτερά του, μέσα απ’ όλες τις λάσπες δίχως να λερωθεί.
Κι αυτήν ακριβώς την εντύπωση μου έδωσε όταν τον πρωτογνώρισα, ένα βράδυ, εκείνα τα χρόνια που συνδεθήκαμε έκτοτε τόσο πολύ ‘ώστε, αργότερα σε μια περίοδο που περνούσαμε κι οι δυο μας μια βαθύτατη ψυχική και πνευματική κρίση, είχαμε συμφωνήσει ν’ αυτοκτονήσουμε μαζί και συζητούσαμε, ώρες μεταμεσονύχτιες την «Art de mourir» του Γάλλου γιατρού Binet Valmer. Κάθε φορά, που ήτανε να χωρίσουμε, μου έλεγε σοβαρά:
- Κι όπως είπαμε: Δεν θ’ αυτοκτονήσεις πρώτος. Θα περιμένεις να φύγουμε μαζί…
Ο αγαπημένος, ο αξέχαστος Ναπολέων….
Ερχότανε, το χειμώνα, να με πάρει από την ταβέρνα την υπόγεια της οδού Λεωχάρους, όπου σύχναζε η παρέα μας –ο Πορφύρας, ο Βουτυράς, ο Βάρναλης, ο Σπαταλάς, Ο Γιοφύλλης- και δεν καθότανε παραπάνω από πέντε-δέκα λεπτά, ίσια-ίσια για να τσουγκρίσει ένα ποτήρι μαζί μας, κι έπειτα φεύγαμε.
- Μα πώς αντέχεις εδώ μέσα; Με ρώτησε κάποτε, καθώς βγαίναμε απ’ το υπόγειο εκείνο, όπου η ατμόσφαιρα ήτανε τόσο πηχτή από τους καπνούς, ώστε κυριολεκτικά θα μπορούσες να την κόψεις με το μαχαίρι. Είναι πιο φρικτό κι από το να είσαι κίναιδος…
Ήτανε μια από τις σπανιώτατες φορές που είχε εκνευριστεί τόσο, ώστε να εκστομίσει μια τέτοια βαρεία φράση. Γιατί, συνήθως ήταν ευγενέστατος κι είχε κάτι το αβρό, χωρίς να είναι θηλυπρεπής και μιαν οικειότητα που σου ενέπνεε το σεβασμό. Έκανε με τους πιο απίθανους τύπους παρέα, συνήθως με μανάβηδες, Μενιδιάτες, που τον ακολουθούσαν στις νυχτερινές περιπλανήσεις μας, σιωπηλοί και με κάποια συστολή, σα να ένιωθαν μεγάλη τιμή που τους επέτρεπε να πηγαίνουν μαζί του.
Συχνά με καλούσε στο σπίτι του να τον πάρω –κι αυτό ήτανε μια εύνοια που την κρατούσε για ελάχιστους φίλους. Ώσπου να ετοιμαστεί, τον περίμενα στο παλιό αρχοντικό σαλόνι του σπιτιού του, όπου μου κρατούσε συντροφιά η μητέρα του, η Μεσολογγίτισσα, ενώ στα πόδια μας μπερδευόντουσαν οι πολυάριθμες γάτες του ποιητή.
- Εγώ που ονειρευόμουν να πάρω στα γόνατά μου τα παιδάκια του, τώρα νταντεύω τις γάτες του, μου είπε ένα βράδυ αναστενάζοντας η μητέρα του.
Γιατί τις λάτρευε τις γάτες ο Λαπαθιώτης και, συχνότατα, γυρνώντας ξημερώματα στο σπίτι του, κρατούσε στην αγκαλιά του καμιά μισομαδημένη ή άρρωστη, που την είχε συμμαζέψει από το δρόμο.

(αρ.) Σχέδιο του Λαπαθιώτη από τον Δ. Γιολδάση.
(δε.) Σχέδιο του Λαπαθιώτη από τον Δ. Μεζίκη.

Εκείνο το σαλόνι του σπιτιού του, στην οδό Οικονόμου, ήτανε πάντοτε βυθισμένο στο μισοσκόταδο, με βαριές κουρτίνες στα παράθυρα, με έπιπλα παλαιικά, με διάχυτη μια δυνατή μυρωδιά, ανάμικτη από κλεισούρα, σκόνη κι αναμνήσεις.
Καμιά φορά, όταν είχε διάθεση, άνοιγε το πιάνο και μου έπαιζε συνθέσεις του, όπως την «Κηδεία των Ατρειδών», λόγου χάρη που ήταν υποβλητικώτατη, ή ένα νοσταλγικό τραγουδάκι, σύνθεση δική του επίσης, το «Βάρκα, βαρκούλα στα νερά», που θα ήτανε το λάιτ-μοτίβ ενός μυθιστορήματός του με τον ίδιο τίτλο.
Είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη και τις πιο απίθανες συλλογές: αυθεντικές φωτογραφίες διασήμων αντρών, αυτόγραφα από μεγάλους συγγραφείς, ζωγράφους, μουσικούς, ηθοποιούς, γραμματόσημα, κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Είχε κι ένα αναλόγιο κι εκεί πάνω έγραφε, όρθιος, χρησιμοποιώντας πάντοτε σινική μελάνη.
Το φεγγάρι και το νερό είχανε παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή του, όπως μου εξομολογιόταν: Όταν ήτανε μικρός, παθαινότανε κυριολεκτικά μέσα στο μπάνιο, κ’ ιδίως τις βραδιές που είχε πανσέληνο. Ζούσε τότε ένα είδος παράξενου ερωτικού οργασμού.
Είχε ερωτευθεί ποτέ; Εμένα μου ομολόγησε δυο παιδικούς έρωτές του: τον ένα με κάποια ξαδέλφη του και τον άλλο με κάποιον συμμαθητή του, που έγινε κατόπιν αξιωματικός του ναυτικού. Ήταν έρωτες παιδιάστικοι, θολά κι ακαθόριστα κύματα λατρείας χωρίς καμιάν εκδήλωση.
Εκάναμε χρόνια παρέα μαζί κι επί μήνες ολόκληρους τον έπαιρνα από το σπίτι του όταν βράδιαζε και τον συνόδευα ως εκεί όταν κόντευε πια να ξημερώσει. Όλον αυτό τον καιρό δεν έγινε τίποτα που να μου δώσει μια λύση στο πρόβλημα που απασχολούσε όλους μας εκείνη την εποχή: τι ακριβώς αγαπούσε ο Λαπαθιώτης; Η εντύπωσή μου ήταν ότι του άρεσε να τον παρεξηγούν, ότι επιζητούσε τις παρεξηγήσεις, από ένα είδος νοσηρού ναρκισσισμού κι ακόμα και κάποιας περιφρόνησης προς την κοινή γνώμη, που θαρρείς και την προκαλούσε.
Του άρεσε να κάνει παρέα, ένα διάστημα, με τους νυχτερινούς τύπους του Ζαππείου κι απ΄ αυτόν τους εγνώρισα όλους τότε. Για να δικαιολογηθώ στον εαυτό μου, που υπήρξε πάντα ο πιο αμείλικτος κριτής μου, έλεγα πως, αν πήγαινα μαζί τους το ‘κανα μόνο και μόνο για να τους μελετήσω, γιατί σχεδίαζα να γράψω ένα μυθιστόρημα. Και δεν μου φαινόντουσαν πια, όπως την πρώτη βραδιά που τους εγνώρισα, τόσο αποκρουστικοί κι ανεξήγητοι οι άνθρωποι αυτοί, που περιέφεραν τις έκφυλες επιθυμίες τους μέσα στο προστατευτικό σκοτάδι του ανοιξιάτικου πάρκου.

Υπογραφή του Λαπαθιώτη.

Κι εκείνο το χρόνο –άνοιξη του 1927- μ’ εκείνη τη συντροφιά, γνώρισα καλύτερα τον Λαπαθιώτη και μπόρεσα να τον εξηγήσω: Γεννημένος μέσα στη χλιδή ενός πλούσιου σπιτιού, μόνος απόγονος παλιάς αρχοντικής οικογένειας, (που η ρίζα της ήτανε από την Λάπιθο της Κύπρου, όπως μου έλεγε κάποτε), είχε ανατραφεί μακριά από κάθε συντρόφια, από κάθε επικοινωνία με παιδιά συνομήλικα, σαν εξωτικό λουλούδι κάποιας αλαργινής τροπικής χώρας, αναπτυσσόμενο στη θαλπωρή του θερμοκηπίου. Κι έκρυβε μια τόσο ευαίσθητη ψυχή μέσα του αυτό το ονειροπόλο παιδί, που ήταν η στερνή αναλαμπή μιας μακριάς σειράς γενεών! Έτσι όπως εζούσε από μικρός ολομόναχος μέσα στο απέραντο πατρικό του σπίτι, με τα νοσηρά του ονειροπολήματα, και τις ακαθόριστες νοσταλγίες, απόμεινε για πάντα ένα παιδί, ακόμα κι όταν έφηβος μπήκε στη ζωή.
Γιατί ο Λαπαθιώτης ήταν ένα παιδί μέσα στη ζωή, που δεν την βρήκε όπως την φανταζότανε στα ονειροπολήματά του. Και κουρασμένος από τις αντιφάσεις και τους συνδυασμούς της με τους οποίους ήταν αδύνατο να προσαρμοστεί, άρχισε νε μη βγαίνει πια παρά μόνο τη νύχτα, ζητώντας να ξαναβρεί κάτω από το μοναχικό φως των άστρων τη σιωπηλή γοητεία των πρώτων του ονειροπολήσεων. Και καθώς τον κινούσε ,ια νοσηρή περιέργεια, ζήτησε να γνωρίσει εκείνη την παράξενη εκδήλωση της ζωής, που μένει θαρρείς στο περιθώριο της άλλης, της καθημερινής. Έκρυβε μέσα του την περιπέτεια, το απροσδόκητο, ακόμα και την ανταρσία, κι αυτό του την έκανε συμπαθητική όπως έγραφα, τότε, στο μυθιστόρημά μου.
Είχε μέσα του το μεγάλο πάθος της αδιάκοπης αναζήτησης, τον κατείχε τόσο τυραννικά η ανάγκη νέων συγκινήσεων ώστε κατάντησαν μοναδικός σκοπός της ζωής του αυτές οι νυχτερινές περιπλανήσεις. Κι όταν οι άλλοι τον κατέταξαν με τους ύποπτους τύπους της παράνομης ηδονής, ο Ναπολέων οχυρώθηκε πίσω από την επιπόλαιη κρίση των ανθρώπων και χαμογελώντας αδιάφορα προς τις ταπεινές τους διαδόσεις, εξακολουθούσε να μένει, όπως και πριν, κλεισμένος στον εαυτό του. Σ’ αυτή την κάπως προκλητική του στάση, εγώ που τον έκανα χρόνια παρέα διέβλεπα όχι μόνο την τάση του, να επωφελείται από την παρανόηση των ανθρώπων για να κλείνεται περισσότερο στον εαυτό του, αλλ’ ακόμα και την υπερηφάνεια, κληροδοτημένη από την αριστοκρατική διαβίωση τόσων προηγούμενων γενεών, αυτή την έμφυτη και σκοτεινή υπερήφανη διάθεση να βλέπει όλα τα’ άλλα όντα σαν «πράγματα».
Με περιέφερε μέσα στο πάρκο του Ζαππείου τις μεταμεσονύχτιες ώρες, σα να ‘θελε να μου δείξει ένα ζωολογικό κήπο που τον διατηρούσε αυτός και χαμογελούσε όταν του έλεγα πως εσκόπευα να γράψω ένα μυθιστόρημα, εμπνευσμένο από εκείνους τους τύπους.
- Ναι, γιατί όχι; μου ‘λεγε.
Μερικούς μήνες μόνο βάσταξε, θυμούμαι, εκείνη η «θητεία» μου πλάι στους τύπους του Ζαππείου. Έπειτα μαζί με τον Λαπαθιώτη πάντοτε, πάψαμε να τους κάνουμε παρέα, εκείνος γιατί δεν τον ενδιέφεραν καθόλου κι εγώ πάλι γιατί τους είχα βαρεθεί.

Εξώφυλλο του βιβλίου του Γ. Τσουκαλά Κουρασμένος απ’ τον έρωτα.

Λίγον καιρό αργότερα, τύπωσα ένα μυθιστόρημά μου, το «Κουρασμένος απ’ τον έρωτα». Που οι δυο κύριοι ήρωές του ήμασταν εκείνος κι εγώ. Προσπάθησα να δώσω μιαν εικόνα της νυχτερινής ζωής του Ζαππείου, με τους παράξενους τύπους του. Για τον Λαπαθιώτη είχα εκφράσει αυτό ακριβώς που πίστευα. Κι όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο μου και του χάρισα ένα αντίτυπο, έλαβα, ύστερα από λίγες μέρες, ένα γράμμα, που μου το ‘στειλε με τον στρατιώτη του πατέρα του τού στρατηγού.
«Χθες τη νύχτα, που του κάκου σ’ αναζήτησα στο Ζάππειο –αλήθεια που είσουν;- άκουσα δυο νεαρούς, που καθόντουσαν σ’ ένα παγκάκι, να συζητούνε για το μυθιστόρημά σου.
- Κι όμως, έλεγε ο ένας, ο Λαπαθιώτης είναι τέτοιος.
- Έχεις λάθος. Δεν διάβασες τι γράφει ο Τσουκαλάς στο μυθιστόρημά του;
Αγαπητέ μου φίλε, τι σου έκανα για να μου καταστρέψεις την κακή μου φήμη, που τόσα χρόνια παιδεύτηκα για να την δημιουργήσω;».
Αυτό το παιχνιδιάρικο ύφος, το μισοσοβαρό, το μισοαστείο, ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του, όπως και η άνεση με την οποία μεταπηδούσε από το ένα θέμα στο άλλο. Συζητούσαμε, λόγου χάρη, για τα μεταφυσικά προβλήματα που μας απασχολούσαν και τους δυο και, ξαφνικά, έστρεφε στον Μενιδιάτη που τον συνόδευε και του έπιανε κουβέντα για τα’ αμπέλια του ή το γάιδαρό του κι έπειτα ξαναγύριζε σ’ εμένα για να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας.
Συχνάζαμε τον περισσότερο καιρό στο Ζάππειο, στο «Γυαλί-Καφενέ» της εισόδου του, όπου το χειμώνα πίναμε τσάι καυτό και το καλοκαίρι λεμονάδες και, μετά τις δύο, όταν κ’ οι τελευταίοι περιπατητές είχανε πια φύγει, τριγυρνούσαμε στα δρομάκια του πάρκου, για να μυρίσουμε τις ανθισμένες ακακίες ή τις νεραντζιές και καθόμασταν κάτω από τον μεγάλο πλάτανο για ν’ ακούσουμε τα’ αηδόνι. Μέναμε ώρα πολλή σιωπηλοί, καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του, νιώθοντας εκείνη την άνεση που δίνει σε τέτοιες ώρες σιωπής η αληθινή φιλία. Και καμιά φορά μου ζητούσε να του απαγγείλω ποιήματά του, γιατί του άρεσαν περισσότερο όταν τ’ άκουγε από μένα καθώς μου ‘λεγε.
Όταν έρθη το φθινόπωρο
Και τα φύλλα μαραθούνε,
Μια βραδιά τα αργά σου βήματα
Πάλι θα με θυμηθούνε . . .
Μ’ άκουε σιωπηλός κι έπειτα μου ‘σφιγγε το μπράτσο:
- Πάμε, μου έλεγε απλά.
Και σηκωνόμαστε για να εξακολουθήσουμε την περιπλάνησή μας ή για να τον συνοδεύσω σπίτι του, αν κόντευε να ξημερώσει.
Καθώς γυρνούσαμε έτσι, κάποτε, μου λέει:
- Ανακάλυψα το ωραιότερο ακρογιάλι. Πάμε να σου το δείξω.
Και με τράβηξε προς το Μουσείο.
Μόλις εχάραζε. Και, σ’ εκείνο το αμφίβολο φως, μου έδειξε το βορινό τοίχο του Μουσείου, όπου οι χαλασμένοι σοβάδες σχημάτιζαν, πραγματικά, κάποια χαμένη σε ομίχλη και σ’ όνειρο ακρογιαλιά.
Αναζητούσε πάντα την ομορφιά, το τέλειο κι αυτό τον έκανε να μην αποφασίζει να τυπώσει σε βιβλίο τα ποιήματά του.

(αρ.) Τάκης Μόσχος-Νίκος Αλεξίου στην ταινία Μετέωρο και Σκιά.
(δε.) Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης με τον Σπύρο Τρικούπη. 

Όταν, στα 1926, άνοιξα το δεύτερο εκδοτικό γραφείο μου, ο Λαπαθιώτης μου υποσχέθηκε φιλικά πως θα μου ‘δινε να του εκδώσω τη «Μπαλάντα στο φεγγάρι» με σχέδια του Κλ. Κλώνη, που ήτανε τότε ο καλλιτεχνικός μου σύμβουλος. Μου έδωσε πραγματικά το χειρόγραφο, αλλ’ ώσπου να το παραδώσω στο τυπογραφείο μου το ξαναπήρε «για να διορθώσει κάτι». Αυτό βάσταξε μήνες ολόκληρους: πότε είχα εγώ το χειρόγραφο και πότε αυτός. Κι εκείνο ίσια-ίσια τον καιρό ήρθε και ο Καρυωτάκης για να του εκδώσω τις «Ελεγείες και Σάτιρες». Εδέχτηκα την πρότασή του, μόνο τον παρακάλεσα να περιμένει να κυκλοφορήσω πρώτα το βιβλίο του Λαπαθιώτη, που το είχα ήδη αναγγείλει.
Ο καημένος ο Καρυωτάκης περίμενε τρεις μήνες και, βλέποντας πως ο Λαπαθιώτης αργούσε ακόμα, μου ζήτησε πίσω το χειρόγραφό του. Κι έτσι δεν έβγαλα τις «Ελεγείες και Σάτιρες» -όπως δεν έβγαλα ούτε τη «Μπαλάντα στο φεγγάρι», γιατί ο Λαπαθιώτης όλο «κάτι είχε να διορθώσει».
Σ’ εκείνα τα φριχτά χρόνια της Κατοχής ανταμωθήκαμε κάποτε τυχαία με τον Λαπαθιώτη, που είχαμε καιρό να ιδωθούμε. Ήτανε σα να είχε χαμένα τα νερά του. Μου παραπονέθηκε για τις δυσκολίες που συναντούσε, για τα βιβλία του, που είχε αναγκαστεί ν’ αρχίσει να τα ξεπουλάει, για το Μήτσο τον Παπανικολάου, που είχε αναλάβει αυτή την εκποίηση και που, στο τέλος, του τα πουλούσε χωρίς να του πηγαίνει ούτε δραχμή, γιατί η ηρωίνη είχε ακριβύνει φοβερά.
- Και γιατί δεν με ειδοποιούσες εμένα; τον ρώτησα
- Μου διέφυγε εντελώς…, δικαιολογήθηκε.
Εμάντευα το μυστικό του δράμα. Ζήτησα να πάω την άλλη μέρα σπίτι του και με δέχτηκε στο ισόγειο, όπου είχε μεταφερθεί. Τα παράθυρα δεν άνοιγαν ποτέ, η σκόνη πάνω στα έπιπλα σχημάτιζε πραγματικό στρώμα και, καθώς ήτανε μα τις παντούφλες και χωρίς κάλτσες, πρόσεξα ότι τα πόδια του είχανε σχηματίσει λέπια από τη βρώμα, γιατί η κατάχρηση των ναρκωτικών τον έκανε ν’ αποφεύγει το νερό, αυτός που ήτανε πάντοτε ο πιο κομψός, ο πιο περιποιημένος απ’ όλους μας. Προσποιήθηκα ότι δεν έβλεπα τα ράφια με τα διαλεχτά βιβλία του, γιατί ήξερα πόσο τα’ αγαπούσε, και πήρα ένα σωρό που είχε παραπετάξει, τα πιο ασήμαντα κι απίθανα που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Του έδωσα ένα ποσό, τα ‘καμα δυο δέματα και τα πήρα μαζί μου.
Λίγες μέρες αργότερα, είχε αυτοκτονήσει.
Δεν έδιναν, γι’ αυτό το λόγο, άδεια κηδείας. Πήγα και βρήκα τον κοινό μας φίλο Μέμο το Γεωργίου και τον παρακάλεσα να με βοηθήσει να κλέψουμε το πτώμα και να το θάψουμε στο Ζάππειο, εκεί που ο Λαπαθιώτης μου είχε εξομολογηθεί πως ήθελε να θαφτεί: πιο πάνω από το σιντριβάνι, με μια προτομή του να κοιτάζει τον Ιλισό. Ήμουνα σαν τρελός.
Πήγα να τον ιδώ στο νεκροτομείο. Τον είχανε σ’ ένα φτωχικό σανιδένιο φέρετρο, σκεπασμένο ολόκληρο με κατιφέδες.
Η καθαρίστρια του νεκροτομείου έτυχε να είναι κάποια παλιά υπηρέτρια του σπιτιού του, που τον ήξερε από μικρόν. Κι όταν της τον έφεραν σκοτωμένον, με μια φοβερή πληγή στην καρδιά, μάζεψε όλους τους κατιφέδες της γειτονιάς για να σκεπάσει την πληγή του, για να τον σκεπάσει ολόκληρον. Και μόνο το πρόσωπό του έμεινε ακάλυπτο και, καθώς τα ξανθά του γένεια είχανε μεγαλώσει –γιατί έμεινε τρία μερόνυχτα εκεί μέσα ώσπου να επιτρέψουν να γίνει η κηδεία του- καθώς τα χαρακτηριστικά του είχανε τραβηχτεί, έμοιαζε με τον Δον Κιχώτη, έναν Δον Κιχώτη που είχε βαρεθεί πια να κονταροχτυπιέται με ανεμόμυλους, που είχε βαρεθεί πια τους Σάντσους κι είχε δανειστεί από τον Χάροντα έναν Ροσινάντε, κινώντας για καινούργιες περιπλανήσεις στην Άγνωστη Χώρα, εκεί που, κάποτε, λέγαμε να πάμε μαζί…
Πηγή:

Γ. Τσουκαλάς, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ 15-3-1964 
 
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης με τον εξάδελφό του Σπύρο Τρικούπη στο στρατό (1910).

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ
1888. 31 Οκτωβρίου: Γέννηση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στην Αθήνα σ’ ένα γωνιακό σπίτι της πλατείας των Αγίων Θεοδώρων και της οδού Ευριπίδου 7. Ο πατέρας του Λεωνίδας Λαπαθιώτης κυπριακλης καταγωγής γεννημένος στην Αθήνα ήταν αξιωματικός του Στρατού.
Η μητέρα του Βασιλική Παπαδοπούλου, υδραίικης καταγωγής γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Ήταν εγγονή του Ναύαρχου Γιάννη Ραζηκότσικα, ενός από τους ήρωες της εξόδου και δεύτερη ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη, στο σπίτι του οποίου έζησε από μικρή.
1895. Η οικογένεια Λαπαθιώτη μετακομίζει στην περιοχή Ομονοίας. Ο Ναπολέων διδάσκεται στο σπίτι τα μαθήματα της α’ τάξεως του δημοτικού και γαλλικά από την ελληνοϊταλίδα κ. Χοϊδά. Γράφει επίσης το πρώτο του ποίημα εθνικού περιεχομένου.
1896. Εξάμηνη παραμονή στο Ναύπλιο λόγω υπηρεσιακής μετακίνησης του πατέρα του. Συνεχίζει στο σπίτι ιδιαίτερα μαθήματα της β’ δημοτικού.
1897. Με την κήρυξη του ελληνοτουρκικού πολέμου ο πατέρας του φεύγει για την Ήπειρο. Η οικογένεια εγκαθίσταται σε νέο σπίτι στην οδό Ζωοδόχου πηγής 55. Την ίδια χρονιά πρωτοεμφανίζεται στο περιοδικό Διάπλαση των παίδων με το ψευδώνυμο «Αιθήρ». (Άλλο ψευδώνυμό του αργότερα στο ίδιο περιοδικό: «Όψιμος Κρίνος».
1899. Γράφεται στο Εθνικό Λύκειο στην α’ τάξη του ελληνικούΜε την καθοδήγηση της μητέρας του έρχεται σ’ επαφή με την ελληνική και ξένη ποίηση, τη μουσική και τη ζωγραφική.
1900. Στο Εθνικό Λύκειο συνδέεται φιλικά με το Σπύρο Τρικούπη, με μια φιλία που διατήρησε ως τα ώριμα χρόνια του. Συντάσσει και κυκλοφορεί διάφορες πολυγραφημένες εφημερίδες («Ωχρόν Λυκόφως», «Μελέτη», «Πάρθιον Βέλος») που περιείχαν, βασικά, κύριο άρθρο και αινίγματα. Επίσης γράφει και δίπρακτα δράματα «Νέρων ο Τύραννος», σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους και «Άγνωστοι καημοί». Αρχίζει και ένα μυθιστόρημα τις Περιπέτειες του Κονστάν Λαβρετ, που, τελικά, εγκατέλειψε.

1901. Τυπώνεται σα δώρο από τον πατέρα του, το θεατρικό του έργο Νέρων ο Τύραννος. Αλλάζει σχολείο και γράφεται στο Λύκειο Δελλίου. Παράλληλα με τα ιδιαίτερα μαθήματα ξένων γλωσσών –γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά- και ζωγραφικής συνεχίζει τις σπουδές του στο πιάνο με δασκάλα την Αθηνά Σερεμέτη, διακεκριμένη καλλιτέχνιδα. Στο σπίτι της όπου σύχναζαν αρκετοί πνευματικοί άνθρωποι, ο Λαπαθιώτης στη διάρκεια μιας φιλολογικής βραδιάς παρουσίασε το τρίπρακτο δράμα του Η τιμή της συζύγου (ανέκδοτο), αποσπώντας κολακευτικά σχόλια, ιδιαιτέρα για το πρώιμο της εμφάνισης του.
1903. Συνεχίζει να γράφει στην καθαρεύουσα, προπάντων πεζά και κείμενα. Προσκύνημα των ιερών Τεμπών, το ποίημα Μαρτινίκα, ενώ μεταφράζει το γνωστό ποίημα από τα «Ανατολικά» του Ουγκώ. Συνεχίζει τις σπουδές του στη Β’ Γυμνασίου Νεαπόλεως. Ο πατέρας του εκλέγεται βουλευτής Τυρνάβου.

Εξώφυλλο του βιβλίου του Άρη Δικταίου.

1905. Γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου. Κατόπιν δημοσιεύσεως ενός ποιήματός του στην εφημερίδα Εστία, εμφανίζεται επίσημα στο περιοδικό «Νουμάς με τα ποιήματα Έκσταση (22.2.1905) και Το παράπονο του τραγουδιστή (3.4.1905) και στο περιοδικό Παναθήναια με το ποίημα Αγάπης πόθοι (30.11.1905).
1906. Συνεχίζει τη συνεργασία του με το περιοδικό «Νουμάς»
1907. Μετέχει στην εκδοτική ομάδα του περιοδικού «Ηγησώ» (Μάιος 1907-Φεβρουάριος 1908) και δημοσιεύει συνολικά 16 ποιήματα.
1908. Γνωρίζεται με τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, γοητεύεται από την προσωπικότητά του και τον βοηθάει στο θεατρικό του έργο. Στον κύκλο αυτό πρωτοδιαβάστηκε το μονόπρακτο του Λαπαθιώτη Απ’ τα μεσάνυχτα ως το γλυκοχάραμα, που το χειρόγραφό του χάθηκε στα χέρια της Μαρίκας Κοτοπούλη. Από εκεί επίσης, ξεκίνησε κι η πολύχρονη φιλία του με το Σικελιανό.
Συνεργάζεται με την εφημερίδα «Εσπερινή» κι αρχίζει τη συνεργασία του με το περιοδικό ποικίλης ύλης «Ελλάς» του Ποταμιάνου. Την ίδια εποχή συνδέεται φιλικά με τον Εμμανουήλ Κορτέση, στον οποίο αφιέρωσε και τα ποιήματά του Dolente και Μεθύσι.
1909. Κίνημα στο Γουδί. Ο πατέρας του ορκίζεται υπουργός Στρατιωτικών. Τελειώνει το Πανεπιστήμιο, χωρίς ποτέ ν’ ασκήσει το επάγγελμα. Συνεργάζεται (1909-1910) με το περιοδικό «Φάφνη». Στο ¨Ημερολόγιο» Σκόκου αναδημοσιεύονται από την εφημερίδα «Αθήναι», βραβευμένη μετάφραση ποιήματος του Φοντενέι.
1910. Μετέχει στην εκδοτική ομάδα του βραχύβιου περιοδικού «Ανεμώνη». Στο τεύχος του 3-4 (Μάιος-Ιούνιος 1910) δημοσιεύεται το ποίημα του Λαπαθιώτη Κι έπινα μεσ’ απ’ τα χείλη σου, που το περιεχόμενό του ερέθισε τον συντηρητισμό του Σπύρου Μελά και του Γ. Τσοκόπουλου, που με άρθρα τους ζήτησαν την επέμβαση του Εισαγγελέα. Από τότε ο Λαπαθιώτης περνούσε συχνά από τα γραφεία της εφημερίδας που δούλευε ο Μελάς και του άφηνε σημειώματα με ειρωνικά σχόλια για διάφορα δημοσιεύματά του. Αρκετά από τα σημειώματα αυτά διασώθηκαν από διάφορους συλλέκτες.
1911. Συνδέεται φιλικά με το ζωγράφο Παύλο Σουών, σκιτσογράφο των περισσότερων καλλιτεχνών της εποχής του. Ο πατέρας του μπαίνει σε παρατεταμένη διαθεσιμότητα, με το βαθμό του συνταγματάρχη και φυλακίζεται δύο φορές από την κυβέρνηση Βενιζέλου.
1912. Βαλκανικοί πόλεμοι. Γράφει και δημοσιεύει στο περιοδικό «Νουμάς» το ποίημα Stabat Mater Dolorosa, εμπνευσμένο από τον πόλεμο. Συνεργάζεται με το περιοδικό «Παναθήναια».
1913. Συνεργάζεται με το περιοδικό «Ποιητική έκδοση». Συνθέτει διάφορα μουσικά έργα.
1914. Στρατεύεται στον 8ο λόχο του 1ου Πεζικού Συντάγματος Αθηνών. Κηρύσσεται ο πόλεμος αλλά δεν απομακρύνεται από την Αθήνα. Η στάση του, όπως και του πατέρα του, είναι φανερά υπέρ της Γαλλίας. Νεκρολογεί τον Στέφανο Μαρτζώκη στο φιλολογικό μνημόσυνο που οργάνωσε το Ωδείο Αθηνών. Δημοσιεύει στο περιοδικό «Νουμάς» (τευχ. 524, 4.5.1914) ένα Μανιφέστο εναντίων των «ρουτινιάρηδων» παλιών λογογράφων, που προκάλεσε θόρυβο και αντεγκλήσεις. Ο Λαπαθιώτης υποχρεώνεται να δευτερολογήσει με επιστολή του στην «Ακρόπολη» (25.5.1914). 
 
Αφίσα της ταινίας Μετέωρο και Σκιά (Meteor & Shadow) του Τάκη Σπετσιώτη.

1916. Ο πατέρας του προσχωρεί στο κίνημα του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη με το βαθμό του αντιστράτηγου. Φεύγουν μαζί για Θεσσαλονίκη, όπου γνωρίζει τον Ελευθέριο Βενιζέλο, θαυμαστή της ποίησής του. Δημοσιεύει στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» της Θεσσαλονίκης (12.12.1916) το σονέτο του Κραυγή, επηρεασμένο από τα γαλλόφιλα αισθήματά του, που εν συνεχεία το τύπωσε σε μονόφυλλο. Το ποίημα αυτό μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε στο «Matin». Παραμονές Χριστουγέννων ακολουθεί με το βαθμό του ανθυπολοχαγού διερμηνέα τον πατέρα του στην Αίγυπτο. Σκοπός του ταξιδιού είναι η στρατολόγηση εθελοντών από τις εκεί ελληνικές παροικίες και η εξεύρεση οικονομικών πόρων από του βενιζελικούς της Αιγύπτου.
1917. Μένει στην Αλεξάνδρεια τους πρώτους μήνες. Μέσω κοινού φίλου –μάλλον του Γιάνκου Πιερίδη- επισκέπτεται το σπίτι του Καβάφη. Από τότε χρονολογείται και η αλληλογραφία τους. Συνεργάζεται με ποιήματα και πεζά στο περιοδικό της Αιγύπτου «Φοίνικας». Στην Αλεξάνδρεια, επισκέπτεται για πρώτη φορά χασισοποτείο.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα διατηρεί για τρία χρόνια ακόμα τη θέση τού διερμηνέα στο Στρατό και ζει με τους γονείς του στο ιδιόκτητο σπίτι τους στα Εξάρχεια (Κουντουριώτη και Οικονόμου).
1920. Εξακολουθεί να γράφει και να δημοσιεύει σε πολλά από τα έντυπα της εποχής, συνεχίζοντας όλο και πιο έντονα τη νυκτόβια ζωή του, που άρχισε το 1914 περίπου.
1921. Κυκλοφορεί στη σειρά των εκδόσεων «Βασιλείου», σε μετάφρασή του, το μυθιστόρημα του H.G. Wells: Η μηχανή που τρέχει μες το χρόνο. Συνδέεται με το Μήτσο Παπανικολάου με μια φιλία που συνεχίστηκε, σχεδόν, ως το θάνατό του.
1922. Ανθολογείται στην ανθολογία Οι νέοι των εκδόσεων «Ελευθερουδάκη» (ανθολόγος ο Τέλλος Άγρας) και στην ανθολογία του περιοδικού «Πολιτισμός» (ανθολόγος ο Φώτος Γιοφύλλης).
1924. Παράλληλα με το προσωπικό του έργο συμμετέχει στην ομάδα «Φίλων του Καβάφη», που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του Μάριου Βαϊάνου για την προβολή της προσωπικότητας και του έργου του ποιητή. Υπογράφει διαμαρτυρία διανοουμένων υπέρ του Καβάφη, που δημοσιεύτηκε στις πρωινές εφημερίδες «Ελεύθερο Βήμα» και «Πολιτεία» της 11.4.1924, στον «Ελεύθερο Τύπο» της 13.4.1924, στο αιγυπτιακό «Σινεμά» τη1 19.4.1924 και στο περιοδικό «Νέα Τέχνη», τεύχος Απριλίου 924, ενώ στον πρωινό «Ελεύθερο Λόγο» της 1.4.1924 καταχωρήθηκε μια σύντομη περίληψή της. Επίσης με γράμμα του στην εφημερίδα «Έθνος» της 10.4.1924 απάντησε στο υποτιμητικό για τον Καβάφη χρονογράφημα του Π. Ταγκόπουλου με τον τίτλο «Καβαφισμός» (εφημερίδα «Έθνος», 8.4.1924), αντέκρουσε έμμεσα με το άρθρο του «Παλινωδία» τις κριτικές που γράφτηκαν κατά καιρούς για τον Αλεξανδρινό ομότεχνό του και πρωτοστάτησε στην έκδοση του τεύχους του περιοδικού «Νέα Τέχνη» (αριθ. 7, Ιούλιος-Οκτώβριος 1924), που ήταν αφιερωμένο στον ποιητή.
Στο μεταξύ γράφει επιφυλλίδες και άρθρα στις εφημερίδες «Ελεύθερος Λόγος» και «Ελεύθερο Βήμα» και εγκαινιάζει τη συνεργασία του με το λαϊκό περιοδικό «Μπουκέτο», μια συνεργασία που συνεχίστηκε συστηματικά.
1925. Εκτός από, τις εφημερίδες που αναφέραμε συνεργάζεται ε το περιοδικό «Διάπλαση των παίδων» και με την εφημερίδα «Θεσσαλία» του Βόλου και μαζί με τον Ν. Χάγερ-Μπουφίδη εκδίδει την εφημερίδα «Καλλιτεχνική και φιλολογική ζωή» που σταμάτησε στο τρίτο φύλλο.
1927. Ετοιμάζει ποιητική συλλογή με τον τίτλο Μπαλάντα στο φεγγάρι που δεν τυπώθηκε ποτέ.
(αρ.) Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης σε νεαρή ηλικία, (συλλογή Κ. Καζάζη).
(δε.) Με την στολή του έφεδρου ανθυπολοχαγού (συλλογή Κ. Καζάζη)

1927. Συνεργάζεται για πρώτη φορά στο περιοδικό «Νέα Εστία», όπου δημοσιεύει ένα μεγάλο μέρος του έργου του και το 1939 και 1940 κράτησε την στήλη της κριτικής του βιβλίου. Εκφράζει σοβαρή συμπάθεια προς την κομμουνιστική θεωρία -όπως φαίνεται και από τους στοχασμούς του «Ημερολογίου» του (1928)- και επηρεασμένος από αυτήν στέλνει, μέσω του Μάριου Βαϊάνου, επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ζητώντας του να τον διαγράψει από τας δέλτους της Ορθοδοξίας και τυπικά, αφού ουσιαστικά, με τη ζωή και το έργο του είχε αποσχιστεί.
Επεμβαίνει σ’ ένα φιλολογικό πορτρέτο του Χαρίλαου Παπαντωνίου για τη ζωή, το έργο και τις ιδεολογίες του, αφαιρώντας ορισμένες περιόδους πριν από τη δημοσίευσή του στο «Ημερολόγιο 1924» του περιοδικού ¨Μπουκέτο», με αποτέλεσμα το γνωστό φιλολογικό καυγά μεταξύ τους στο ίδιο περιοδικό («Μπουκέτο» 29.12.1927 και 5.1..1928). Το δεύτερο και καυστικότατο πορτρέτο του Παπαντωνίου «Ναπολέων Λαπαθιώτης, αντισκιαγραφία, επισκιαγραφία και προσκιαγραφία» είναι, όπως γράφει και η σύνταξη του περιοδικού, γλαφυρότατο, αριστοτεχνικώς γραμμένο και χαρακτηριστικό.
1929. Γράφει τη στήλη της κριτικής του βιβλίου στην εφημερίδα «Πειθαρχεία» (1929-1931). Κάνει όνειρα να φύγει από την Αθήνα και να εργαστεί στην Αίγυπτο,που, όμως, δεν πραγματοποιεί. Στο περιοδικό «Σύγχρονη Σκέψη» του Σικάγου, τεύχος 2, σελ. 337-338 δημοσιεύεται συνέντευξή του στον Μάριο Βαϊάνο για τον Καβάφη.
1931. Αρχίζει η δημοσίευση στο «Μπουκέτο» του αισθηματικού ρομάντζο Το τάμα της Ανθούλας. Συνεργάζεται και με το περιοδικό «Πασχαλινό λεύκωμα. Δίνει συνέντευξη στον Κωστή Μπαστιά που δημοσιεύεται στο λαϊκό περιοδικό «Εβδομάς», τόμος Δ’, 4.4.1931, σελ. 233.
 
Εξώφυλλο του βιβλίου του Γιώργου Ιωάννου.

1932. Δημοσιεύει στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» (3.2.1938), σε. 87) το ποίημά του Τραγούδι για το ξύπνημα του προλετάριου. Συμμετέχει από τον τόμο ΙΘ ως ΚΔ στους συντάκτες της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» του Παύλου Δρανδάκη και γράφει άρθρα για ξένους συγγραφείς όπως το Ρενάν, το Σαίντ Μπεβ, το Σουίνμπορν, το Σαίξπηρ, το Φλωμπέρ κ.α.
Ο Καβάφης έρχεται άρρωστος στην Αθήνα. Τον επισκέπτεται με τον Μάριο Βαϊάνο.
1937. Πεθαίνει η μητέρα του. Της αφιερώνει τα ποιήματα Δάκρυα, Η στοργή σου με προσμένει, Το άστρο. Ο θάνατός της τον συγκλονίζει.
1938. Συνεργάζεται και στο περιοδικό «Νεοελληνική Λογοτεχνία». Δημοσιεύει με το ψευδώνυμο Πλάτων Χαρμίδης, μιμήσεις ύφους διαφόρων ποιητών στο περιοδικό «Πνευματική Ζωή» και δίνει συνέντευξη στο Γ. Περαστικό (Γ.Μ. Μυλωνογιάννη) που καταχωρείται στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα», (9.34.1938). Σ’ αυτή τη συνέντευξη περιλαμβάνεται, σε αυτόγραφο, και το ποίημά του Επεισόδιο που ξεσήκωσε εναντίον του τη μεταξική λογοκρισία. Ο Λαπαθιώτης… διορθώνει την απρέπειά του με το εξής γράμμα που έστειλε στον Τάκη Μπαρλά:
Αγαπητέ Τάκη
Επειδή μαθαίνω, με πολλή μου λύπη, την εξαιρετική συγκίνηση και ταραχή που προκάλεσε στη λογοκρισία το εντελώς, ή περίπου ή και καθόλου έστω αθώο παιχνίδι – οκτάστιχο, που μπήκε, ως αυτόγραφο, στη συνέντευξή μου των «Νεοελληνικών Γραμμάτων» κι επειδή στους κόλπους της περιλαμβάνονται παλιοί και καλοί μου φίλοι καθώς συ κι ο Μιχάλης ο Παπαστρατηγάκης κι άλλοι, ίσως, που δεν ξέρω και τους οποίους δε θα ήθελα, με κανένα τρόπο να κακοκαρδίσω, γι’ αυτό αποφασίζω ν’ αλλάξω τον τελευταίο, των φοβερών στίχο του, έτσι ώστε, αποκαθαρμένος από το βάρος των φοβερών υπονοούμενων που περικλείει, να εμφανιστεί περισσότερο σύμφωνο με το πνεύμα της νέας καταστάσεως.
Λάβε, λοιπόν την καλοσύνη να τους ανακοινώσεις, ότι πρέπει να διαβαστεί έτσι:
Ψηλό, λιγνό, τρελό για χάδι
Δουλεύει σ΄ένα μαγαζί.
Το πήρα ένα Σαββάτο βράδυ
Μα δεν πλαγιάσαμε μαζί!...
....Δικός σου
....Ναπολέων Λαπαθιώτης
1939. Εκδίδει στον «Πυρσό» Τα ποιήματα, πρώτη επιλογή, μια επιλογή από πενήντα ποιήματά του (Ναπ. Λαπαθιώτης Τα ποιήματα, πρώτη έκδοση, εκδόσεις «Πυρσός», Αθήνα 1939). Τη φροντίδα της έκδοσής τους ανέλαβε ο φίλος του Μάριος Βαϊάνος.
1940. Με την κήρυξη του πολέμου η οικονομική και η ψυχική του κατάσταση επιδεινώνονται. Τα καθημερινά σχεδόν ξενύχτια και η μακρόχρονη χρήση ναρκωτικών τον έχουν εξαντλήσει. Η ιδέα του θανάτου, που σχεδόν πάντα τον απασχολούσε, γίνεται πιο έμμονη. Αρχίζει το ξεπούλημα της περιουσίας των γονέων του και της πλούσιας βιβλιοθήκης του.
Δημοσιεύει μια αυτοβιογραφία του στο περιοδικό «Μπουκέτο» με τον τίτλο Η ζωή μου (από 28.4.1940 ως 14.11.1940) κι ένα μεγάλο πεζογράφημα σε συνέχειες στο περιοδικό «Νέα Εστία» με τον τίτλο Κάπου περνούσε μια φωνή
1941. Θάνατος του πατέρα του. Το Πάσχα επιχειρεί, χωρίς επιτυχία, ν’ αυτοκτονήσει (μαρτυρία Χάρη Σταματίου). Μοναδική πια συντροφιά στο έρημο σπίτι οι γάτες του.
1942. Προετοιμάζοντας το θάνατό του στέλνει ένα γράμμα στον Πέτρο Χάρη –και ίσως και άλλα σε φίλους του λογοτέχνες- παρακαλώντας τον να παραλάβει το αρχείο του (περιοδικό «Νέα Εστία», τόμος 35 (1944), σελ. 100).
1943. Η επιθυμία του για την έκδοση μιας δεύτερης επιλογής εβδομήντα ποιημάτων του δεν πραγματοποιείται τελικά. Συνεργάζεται με το περιοδικό «Φιλολογική Κυριακή».
Ορίζει κληρονόμο των υπολειμμάτων της πατρικής περιουσίας του και του έργου του το φίλο του Κώστα Χριστοδούλου.
Ο Τάσος Βουρνάς μας πληροφορεί ότι ο Λαπαθιώτης πριν αυτοκτονήσει φρόντισε ν’ αποκτήσει σύνδεση με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της περιοχής των Εξαρχείων, όπου κατοικούσε, και μια μέρα έμπασε μυστικά στο σπίτι του μια ομάδα ελασιτών, και τους πρόσφερε για τον αγώνα τα όπλα του πατέρα του.
1944. Στις 8 Ιανουαρίου αυτοκτονεί και στις 11 Ιανουαρίου κηδεύεται, σύμφωνα με την επιθυμία του να μείνει άταφος τρεις μέρες για το φόβο της νεκροφάνειας. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Φλόγα»σε μετάφρασή του το βιβλίο του Αντρέ Ζιντ Όσκαρ Γουάιλντ.

Ο Τάκης Μόσχος ως Λαπαθιώτης στην ταινία Μετέωρο και Σκιά (Meteor & Shadow) του Τ. Σπετσιώτη.

ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ
... Έχω μέσα μου αίμα ηρώων. Μην ακούς όσα λένε οι μικροί. Είναι ανίδεοι από βίαιους παλμούς και ψηλά πετάγματα, κοιτάνε πολύ προς τα Κείμενα και τα Καθιερωμένα. Την ψυχή τους δε σφυρηλάτησε τ' Όνειρο, δεν καθαγίασεν η Σκέψη. Ξέρουνε ένα «πρέπει» και τίποτ' άλλο, είναι η πιο μουγκή εκδήλωση της Ζωής...
Εμείς όμως, οι Τεχνίτες, οι Εμπνευσμένοι, τι ψηλά που στεκόμαστε, τι ευγενικά νοσταλγούμε, τι ηρωικά ποθούμε. Δυο φτερούγες απλωτές είναι μέσα μας και χτυπούν ρυθμικά. Βγαλμένοι όξω απ' τα ταπεινά, μετεωρισμένοι στο διάστημα, πανελεύθεροι και πάνσοφοι, καταλύτες των παλιών και των σάπιων, πάνοπλοι με τα φώτα της Επιστήμης και της Ομορφιάς, σφριγηλοί, ακόρεστοι, πλούσιοι από νιάτα, σκληροί, πατώντας και συντρίβοντας, όλοι αίμα, όλοι ρίγος, φρουροί κι εγγυητές των θησαυρών του Μέλλοντος, βασιλιάδες του Τώρα και του Πάντα, σαλπίζουμε το εγερτήριο Σάλπισμα που συνταράζει τους Νεκρούς...
Τρικυμίζει μέσα μου το Θείο Πνεύμα της Καταστροφής.
Αηδιασμένος απ' το γύρω μου καθεστώς, φτύνοντας απάνου στη Ρωμαίικη Τέχνη καθώς την κατάντησαν οι ανθρωπάκοι των γραμμάτων, αποφασισμένος για τρανούς αγώνες, λυτρωμένος απ' τις ταπεινές ελπίδες των προλήψεων και των μικροσυμφερόντων, σήμερα, πρώτη φορά, κρούω το πολεμόχαρο τραγούδι μου πλατύστομα και ειλικρινά.
Είναι τώρα κάμποσος καιρός, που - ντροπή μας - ένα σωρό μικράνθρωποι μπήκαν μες στο άλσος της Τέχνης και κουρέψανε τις δάφνες την ώρα που όλα τα έθνη φέγγουν κι αστραποβολούν από χίλιων ειδών μουσικές συμφωνίες, παιγμένες από ευγενικότατα χέρια στ' ακρότατα όρια μιανής υπεράνθρωπης Λύρας, που η Τέχνη πιο πολύ από πάντα στεριώνει το μέγα της βασίλειο απάνω απ' τα βαλτόνερα κι απ' τους βατράχους, εμείς εδώ ανεχόμαστε ν' ανεβαίνουν το πορφυρό θρονί παράσιτα και χίλια μαλάκια, στενοκέφαλοι κι αντιπαθητικοί, και μακάριοι φχαριστούμαστε διαβάζοντας πως ο κ. Α ή Β εποιήσατο ενώπιον εκλεκτού ακροατηρίου διάλεξιν περί κτλ., ο σοφός ομιλητής κατεχειροκροτήθη". Κι εμείς ξέρουμε πως ο κ. Α ή Β είναι μια μετριότητα αξιοπεριφρόνητη και κωμική, και στη ζωή και στην Τέχνη, ένας αυθάδης παρείσακτος, που αλλού μήτε γι' ακροατής διαλέξεων δε θα 'κανε...
Γι' αυτά και γι' άλλα, καλώ το Νέο Ελληνικό Πνεύμα να συνεργαστεί μαζί μου στο γκρέμνισμα των Ψεύτικων Ειδώλων που κυριαρχούν, χάρη στην εγκληματική μας νωχέλεια κι αδιαφορία, κι αντιπροσωπεύουν στην Ευρώπη τη Διανοητική μας Παραγωγή, εμποδίζοντας έτσι το Ξεφανέρωμα των Γνήσιων Ελληνικών Ζωτικών Δυνάμεων.
Καλώ τους Νέους, που βράζει μέσα τους το αίμα, κι είναι καλεσμένοι γι' αυριανούς θριάμβους, να συντρίψουμε τα είδωλα και να μπούμε εμείς μπροστά.
Να ρίξουμε ό,τι ξέρουμε για ψεύτικο και για πλαστό, να σεβαστούμε μοναχά ό,τι στέκεται Ιερό και ό,τι καθοσίωσεν η Αγνή Έμπνευση.
Σας περιμένω.
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Σημειώσεις:

Το μανιφέστο του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη δημοσιεύτηκε στο Νουμά (τ. 524, 19.4.1914) και έκανε μεγάλη εντύπωση, αλλά ο Λαπαθιώτης δεν θέλησε να δώσει συνέχεια στην κίνησή του αφού δεν πήγε το επόμενο Σάββατο στα γραφεία του Νουμά, στο ραντεβού στο οποίο είχαν προσέλθει πολλοί νέοι διανοούμενοι που ενδιαφέρθηκαν για την κίνησή του. Στο τεύχος (526) του Νουμά, ο Λ. Κουκούλας δημοσίευσε άρθρο με τίτλο Laboremus, στο οποίο αναφέρεται σ’ αυτή την ασυνέπεια του Λαπαθιώτη. Αποσπάσματα του άρθρου του Κουκούλα δίνει ο Δικταίος στην εισαγωγή του στη συγκεντρωτική έκδοση του έργου του Λαπαθιώτη το 1964. Στην αυτοβιογραφία του το 1917, ο Λαπαθιώτης, λέει, ότι έγραψε το Μανιφέστο μια μέρα που δεν είχε τι να κάνει. 
 
O Ναπολέων Λαπαθιώτης με την στολή του έφεδρου ανθυπολοχαγού.

ΧΑΙΡΕ ΝΑΠΟΛΕΩΝ
(του Τάκη Σπετσιώτη)
Χαίρε Ναπολέων, γιατί επιβίωσες πέντε δεκαετίας μετά τον μαρτυρικό σου θάνατο απ’ το ίδιο σου το χέρι: Σάββατο 7 προς 8 Ιανουαρίου 1944. Και μιλάμε για έναν σκληρό αγώνα επιβίωσης γιατί οι μέτριοι και ζηλόφθονοι μιας εποχής και τι δεν έκαναν για να σ’ εξαφανίσουν σαν άνθρωπο και σαν ποιητή. Τι «νυχτερίδα» σε είπαν, τι «αρσενική κερένια κούκλα» (ο Χαρίλαος Παπαντωνίου), τι «Σάρκα άνομη» (ο Σπύρος Μελάς), τι Καίσαρα Πιλαφιώτη (η εφημερίς «Εστία¨).
Ακόμη και ο Καραγάτσης δήλωσε σε συνέντευξή του ότι χρεωστάει το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο στην κακή φήμη που είχες με την «αμαρτωλή σου ζωή» στην οικογένειά του (Ροδόπουλοι) απ’ την οποία στο ξεκίνημά του ήθελε να γράψει ότι ακολουθεί καριέρα λογοτέχνη για να μην φοβηθούν πως ο γυιός τους θα πάρει τον ίδιο δρόμο με Σένα.
Κι Εσύ απάντησες ψύχραιμα και με χιούμορ.
Ύστερα ήρθαν οι στενόκαρδοι «Μοντέρνοι» και σε χτύπησαν σαν καθυστερημένα ρομαντικό κι αισθηματικό Ποιητή. Με την μεζούρα στο χέρι μέτραγαν πόσους πόντους πιο «ελάσσων» είσαι απ’ τον αγαπητό σου Καρυωτάκη. Σήμερα απέδειξες ότι όλοι οι κακοήθεις ξεπεράστηκαν, έτσι όπως πάντα γίνεται, όταν τα βάζουν με Κάποιον ή με Κάτι που πραγματικά Αγαπιέται.
Χαίρε Ναπολέων υπερασπιστή του δόγματος «Ένας άνθρωπος δεν λέγεται ποιητής επειδή έχει μόνον την ευκολία να γράφει στίχους». Μετέτρεψες την ζωή σου σε Έργο Τέχνης κάνοντάς της μοντέρνα, πολύπλοκη και πολυδιάστατη: Δανδής, Εστέτ, Αντιρρησίας Συνείδησης, Νυχτόβιος. Ομοφυλόφιλός, Ναρκομανής, Κομουνιστής, Ουτοπιστής, Ντιλετάντης, Στοχαστής, Περιθωριακός, «Φωτεινό Μετέωρο» και Πολυφίλητος Σκιά» και σαν τέτοιος πλήρωσε το ακριβότερο τίμημα «Πρίγκιπα των Ποιητών» μιας εποχής και «Βασιλέα των Περιθωριακών» του Σήμερα, δικό μας, Ελληνικό sex and drugs and rock and roll. Δε λύγησες όμως ποτέ το υπερήφανο κεφάλι όπως γράφεις νεαρός, απ’ τους πρώτους σου κιόλας στίχους το 1909.
Μια περηφάνια με στυλώνει ακόμα…
Σα φίδια με λοξοκοιτάνε οι άλλοι,
μα, εγώ, δε χαμηλώνω το κεφάλι,
ως που να με σωριάσουνε στο Χώμα…

Μια περηφάνεια με στυλώνει ακόμα…
Κύλησε απάνω μου μια μαύρη ρόδα
και σκότωσε όλα μου, όλα μου τα ρόδα
κι έκανε την πικρή καρδιά μου λυώμα…
Αυτή «η ρόδα» και «τα ρόδα» που στοίχειωσαν για πάντα μες’ στην καρδιά της νεοελληνικής Ποίησης, Τους επανέφερε ο αγαπημένος σου Καβάφης (που τόσους αγώνες έκανες το 1924 για τη διάδοσή του και του οποίου ήσουν ο πιο αγαπημένος, όπως μούχε πει ο Μάριος Βαϊάνος) στην «Εύνοια του Αλέξανδρου Βάλα» του, το 1921.
Α δεν συγχύζομαι που έσπασε μια ρόδα
του αμαξιού, και που έχασα μια αστεία νίκη.
Με τα καλά κρασιά και μεσ’ στα ωραία ρόδα
τη νύχτα θα περάσω. Η Αντιόχεια με ανήκει.
Και ξαναεπανήλθες εσύ, πιο ουσιαστικός και πιο συντετριμμένος, το 1935.
Γιατί είμαστε σαν κάποια ρόδα,
πεσμένα μεσ’ στην παγωνιά,
ρόδα που τα έλειωσε μια ρόδα,
καθώς περνούσε στη γωνιά,

που αν και κομμένα, κι όλο χώμα,
και κυλισμένα καταγής,
δεν ξέρω τι θυμίζει ακόμα,
πως ήταν άνθη της αυγής…
Έτσι είναι. Εσείς οι δυο πάντα πλάι-πλάι. Εκείνος ο Ήλιος, η Φιλοσοφία, το Φως:
Ν’ αγαπηθούμε ακόμη περισσότερον
Η Ηδονή που νοσηρώς και με φθορά αποκτάται
Εσύ Φεγγάρι, η αθέατη όψη, το Σκοτάδι:
Καημός αλήθεια να περνώ, του Έρωτα πάλι το Στενό
Για να συναντηθείτε τελικά σαν εκφραστές κι οι δύο, από άλλους δρόμους, του ίδιου δράματος:
Εκείνος:
Όταν το βράδυ επήγεν
στο καφενείον όπου
επήγαιναν μαζί: μαχαίρι στην καρδιά του
το μαύρο καφενείο όπου επήγαιναν μαζί.
Κι εσύ:
Κι είναι ώρες πάλι που γυρίζω
μονάχος όλη τη βραδιά,
σαν ένας που θα περπατούσε
μ ’ ένα μαχαίρι στην καρδιά.
Σήμερα Ναπολέων που η στάση σου, Τέχνη και Ζωής, έχει κερδίσει σ’ επικαιρότητα, που οι θαυμαστές σου όλο και πληθαίνουν αναφερόμενοι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο σε Σένα, που επανεκδίδεται το έργο σου ή αθησαύριστα κείμενά σου έρχονται στο φως (πλήθος τέτοια), που οι ωραίοι ερωτικοί στίχοι σου γίνονται τραγούδια, που η ταινία για τη ζωή σου αποκτά φίλους και μιμητές, το ωραίο σπίτι σου παραμένει ερειπωμένο και εγκαταλελειμμένο, με αβέβαιο μέλλον και σκοτεινές προθέσεις από τη μεριά της Πολιτείας και ο στρατός των «Νικημένων της Ζωής» που τραγούδησες πληθαίνει: Φτωχοί, άστεγοι, μετανάστες, εγκληματίες, ξεχειλίζουν την Ομόνοια και την Αθηνάς της Αθήνας σου, στο φως της μέρας, κι ύποπτες σκιές στα μισοσκότεινα στενά, παραδίπλα, τη νύχτα. Χιλιάδες νέα παιδιά βρίσκονται νεκρά από ηρωίνη σε γιαπιά, πετιούνται στο δρόμο και χάνονται. Τότε παρόλο που η εξωτερική μορφή των ίδιων πραγμάτων σήμερα έχει κάπως αλλάξει, το ίδιο, αλλοίμονο, θλιβερό σου τραγούδι, σαν προπολεμικό ρεμπέτικο χλευάζει ώρες-ώρες τους «αιγαιοπελαγίτες σαλονάτους» σαν η ίδια η αδυσώπητη μοίρα, η αδιάψευστη, αμείλιχτη πραγματικότητα να σαρκάζει κάθε κούφια, ωραιόλογη και ψεύτικη έκφρασή της μες στην Τέχνη:
και πάει και σμίγει, στα τρισκόταδα,
και στις ταβέρνες και στις μάντρες,
μ’ όλο γλυκά παιδιά, καλόπαιδα,
και μ’ άντρες…
κι είναι η ψυχή μου όλο ψυχές παλιές,
χλωμές κι αρχαίες πολύ θλιμμένες,
και γνώριμες, -κι από ταφόπετρες
λυμένες…

Πηγή:

Τάκης Σπετσιώτης, ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ. 79-80, Μάιος-Αύγουστος 1995 

 
Σκηνή από την ταινία Μετέωρο και Σκιά (Meteor & Shadow) του Τ. Σπετσιώτη.



Σκηνή από την ταινία Μετέωρο και Σκιά (Meteor & Shadow) του Τ. Σπετσιώτη,



Σκηνή από την ταινία Μετέωρο και Σκιά (Meteor & Shadow) του Τ. Σπετσιώτη,