Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

ΖΑΝ ΚΟΚΤΩ (Jean Cocteau, 1889-1963), αφιέρωμα


 
Ο Ζαν Κοκτώ μέσα από τον φακό του Man Ray (1922)
 
ΖΑΝ ΚΟΚΤΩ, ο καλλιτέχνης με τα χίλια πρόσωπα
Όταν στεκόμαστε μπροστά στον καλλιτέχνη Κοκτώ, όταν αναμετράμε το έργο του, δεν αργούμε να αντιληφθούμε ότι έχουμε να κάνουμε με κάποιον που ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου, αλλά, επιπλέον, και με πολλές μορφές της τέχνης: ποίηση, θέατρο, μυθιστόρημα, αυτοβιογραφικά και δοκιμιακά κείμενα, σενάρια· η λογοτεχνική παραγωγή του Κοκτώ προσφέρει απ' όλα. Αλλά πως να αφήσουμε απ' έξω τον κινηματογραφικό σκηνοθέτη Κοκτώ ή το ζωγράφο Κοκτώ;
Ο πλούτος και η ποικιλία των μέσων με τα οποία εκφράστηκε αυτός ο άνθρωπος πράγματι εκπλήσσουν. Δύο ερωτήματα προβάλλουν άμεσα μπροστά σε κάθε απαιτητικό αναγνώστη ή φιλότεχνο, δηλαδή μπροστά σε κάθε κριτικό νου: που και με ποιο τρόπο μπορούμε να κατατάξουμε όλο αυτό το τεράστιο έργο, το οποίο μπερδεύει και το πιο απροκατάληπτο γούστο; Και δεύτερο, αλλά εξίσου σημαντικό ερώτημα: όλη αυτή η παραγωγή είναι ένα αυθεντικό έργο, δηλαδή έκφραση της φαντασίας και του ταλέντου ενός αληθινού καλλιτέχνη ή, πιο απλά, πρόκειται για προϊόν ενός επιτήδειου μάστορα, ενός ικανού τεχνίτη, που ξέρει να ορίζει και να υποτάσσει τα εκφραστικά μέσα της τέχνης; Α το πρώτο ερώτημα απαιτεί μια κάπως συστηματική απάντηση, δεν μπορούμε να προφασιστούμε ότι το δεύτερο δεν προϋποθέτει ήδη μέσα στον «κριτικό» μια πρώτη ιδέα, μια προκατάληψη ίσως, μια προδιάθεση, τη διαίσθηση δηλαδή της τελικής απάντησης.
 
 
Α) Ο Κοκτώ και η Αβάν-γκαρντ
Το έργο του Κοκτώ διατρέχει το σημαντικότερο μέρος του 20ού αιώνα, συμμετέχει στη γαλλική και γενικότερα στην ευρωπαϊκή πνευματική ζωή, συμβάλλοντας, αν όχι συνταιριάζοντας, με τις πλέον σύγχρονες τάσεις της τέχνης τις οποίες συνηθίσαμε να αποκαλούμε «μοντερνισμό» και «Αβάν-γκαρντ». Το ερώτημα είναι, ποια η θέση του έργου του Κοκτώ σε σχέση με αυτές τις τάσεις, κι αυτό για οποιαδήποτε θέση υπέρ ή κατά κατέχει ο θεατής των σύγχρονων αυτών μορφών τέχνης – όταν δηλαδή το ζητούμενο είναι μια σχετική αντικειμενικότητα.
Πρώτο δεδομένο αυτής της αναζήτησης: το όνομα του Κοκτώ έχει συνδεθεί άμεσα και όχι λίγες φορές με το σουρεαλιστικό κίνημα. Ας μην ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο όρος «σουρεαλισμός» επινοήθηκε από τον Απολλιναίρ προκειμένου να χαρακτηρίσει γενικά, σε κριτικό του σημείωμα στην εφημερίδα Excelsior το μπαλέτο Παρέλαση, του Κοκτώ σε μουσική Σατί και σκηνικά Πικάσο. Απολλιναίρ , Σατί, Πικάσο -όλα μεγάλα ονόματα του μοντερνισμού στην τέχνη. Που είναι όμως ο Μπρετόν, ο Ελυάρ και οι υπόλοιποι; Είναι αλήθεια ότι ο Κοκτώ διέκοψε με τους σουρεαλιστές σχετικά νωρίς (από το 1925). Για τους πιο ριζοσπαστικούς από αυτούς, ακόμη και η απλή αναφορά του ονόματος του Κοκτώ μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο είναι μια παραφωνία. Έτσι, για τον Άδωνι Κύρου, τον οξυδερκή ιστορικό του σουρεαλισμού στον κινηματογράφο, ο γλυκερός τόνος του έργου του Κοκτώ δεν έχει καμιά σχέση με το επαναστατικό, παράδοξο και πολεμικό χαρακτήρα της σουρεαλιστικής (κινηματογραφικής) τέχνης. Έχει βέβαια δίκιο ο Κύρου όταν διευκρινίζει ότι ο ανατρεπτικός συμβολισμός του σουρεαλιστή Λουί Μπουνιουέλ, τον οποίο ο ίδιος θαυμάζει, δεν βρίσκει πουθενά κάτι ανάλογο στον παραμυθένιο κόσμο της Ωραίας και του Τέρατος -για να αναφέρουμε το πιο περίφημο φιλμ του Κοκτώ.
 
 
Πλην όμως το έργο του Κοκτώ σχετίζεται με τις καλλιτεχνικές τάσεις αβάν-γκαρντ με περισσότερες από μία ομοιότητες. Ας αναφέρουμε μερικές από αυτές: πρώτα απ όλα είναι χαρακτήρας του σκανδάλου που το διέπει, ιδίως τη δεκαετία του '20. Το προαναφερθέν μπαλέτο Παρέλαση είχε προκαλέσει την ίδια μπουρζουάδικη δυσφορία όπως και όλα τα άλλα πρωτοποριακά έργα τέχνης της εποχής του. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση ενός θεατή κατά την έξοδο από το θέατρο: «Αν ήξερα ότι θα 'ταν τόσο χαζό, θα έφερνα και τα παιδιά μου μαζί». Οι έγκυρες κριτικές της εποχής εκφράζονται στον ίδιο, περίπου, τόνο.
Με την Παρέλαση εγκαινιάζεται και η «χειροτεχνική» πλευρά της τέχνης του Κοκτώ, η δουλειά πάνω στο υλικό της τέχνης του, σύμφωνα με την περίφημη ρήση του «απέναντι στα μυστήρια που με ξεπερνούν (...) υποκρίνομαι ότι είμαι ο οργανωτής τους». Στο έργο του Κοκτώ, ο «εστέτ» συμβαδίζει με τον ερασιτέχνη που-χειροτέχνη που καταπιάνεται με όλα. Αυτή η ιδιότητά του θα σαγηνεύσει όσους θα δουλέψουν μαζί του στο θέατρο ή στον κινηματογράφο. Είναι αυτό το πνεύμα που, στην ταινία του Ορφέας, θα τον κάνει να ξανα-ανακαλύψει κάποια κινηματογραφικά τρικ, τα οποία ανήκαν ήδη στη θρυλική εποχή του βουβού.
Άλλο σημείο μοντερνισμού: η πίστη του, όπως κι άλλων καλλιτεχνών της Αβάν-γκαρντ, ότι η τέχνη είναι προορισμένη να γίνει μια διεθνής γλώσσα, ή, μάλλον, ότι είναι ήδη μια παγκόσμια γλώσσα η οποία ξεπερνάει κάθε εθνικο-φυλετικο-γλωσσικό διαχωρισμό. Τίποτε δεν είναι πιο ξένο σε μια τέτοια αντίληψη από το κομμάτιασμα της τέχνης σε «εθνικές σχολές». Στην ερώτηση δημοσιογράφου ποιοι είναι οι τέσσερις μεγάλοι καλλιτέχνες. Ο Κοκτώ απαντά: ο Πικάσσο, ο Μοντιλιάνι, ο Στραβίνσκι και ο Λίπσιτς -όλοι τους, βέβαια, ξένοι.Στη λογική αυτής της απάντησης -η τέχνη δεν έχει σύνορα- πρέπει να προστεθεί και η διάθεση για πρόκληση και σκάνδαλο, την οποία αναφέραμε πιο πάνω ως κύριο χαρακτηριστικό της Αβάν-γκαρντ.
 
 
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κι άλλα τέτοια χαρακτηριστικά (την επιμονή στο όνειρο, επί παραδείγματι). Είναι όμως πιο επείγον να αναφερθούμε στην απέχθεια του Κοκτώ προς την πρωτοπορία και το νεωτερισμό, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τις μοντερνιστικές τάσεις του που προαναφέραμε. Ο ίδιος σημειώνει: «Απεχθάνομαι την πρωτοπορία. Την αποφεύγω όσο μπορώ. Μια ιδέα πρωτότυπη πρέπει να χρησιμοποιείται με τις μεγαλύτερες επιφυλάξεις, γιατί, αλλιώτικα, είναι απλώς σαν να φοράς ένα κουστούμι».1
Τούτη η απέχθεια του Κοκτώ προς την πρωτοπορία έγινε συχνά αντιληπτή ως μονοτονία ή ακόμη και ως κακογουστιά· αν έπρεπε να τη χρονολογήσουμε, θα αναφέραμε τη συνάντηση του Κοκτώ με τον Ραυμόν Ραντιγκέ (Raymond Radiguet) (1917)· η δωρική και απέριττη τέχνη αυτού του τελευταίου είναι βέβαιο ότι επηρέασε τις πρώτες αβαν-γκαρντίστικες αναζητήσεις του Κοκτώ. Όπως και με άλλες φιλίες μεταξύ λογοτεχνών, είναι ο νεότερος, που επηρεάζει τον πιο ηλικιωμένο (ο Κοκτώ γεννήθηκε το 1889, ο Ραντιγκέ το 1903). Ο ίδιος ο Κοκτώ σημειώνει γι' αυτή την επίδραση:
«Μετά το 1917, ο Ραιημόν Ραντιγκέ, που ήταν τότε δεκατεσσάρων ετών, μου έμαθε να δυσπιστώ προς το μοντέρνο, να αντιτίθεμαι στις μόδες της Αβάν-γκαρντ. Δηλαδή, να μην είμαι σε λάθος θέση. Σκανδαλίζουμε προς τα δεξιά. Σκανδαλίζουμε προς τα αριστερά. Αλλά, στο τέλος, όλες αυτές οι αντιθέσεις παίρνουν την ίδια ετικέτα. Είναι πολύ επιδέξιος εκείνος που κατορθώνει να ξεφεύγει. Οι νέοι που θα επισκέπτονται τα ερείπια της τέχνης μας θα βλέπουν ένα και μοναδικό ύφος. Η επιλεγόμενη «ηρωική» εποχή δεν επιδεικνύει παρά το κουράγιο της. Τέτοια είναι η δουλειά των μουσείων: ισοπεδωτική. Ο Ενγκρ γειτονεύει με τον Ντελακρουά, ο Ματίς με τον Πικάσο, ο Μπρακ με τον Μποννάρ».2
 
 
Υπάρχει, όμως, ένας τομέας όπου ο μοντερνισμός του Κοκτώ δεν αμφισβητείται, αυτός του κινηματογράφου. Τόσο το ύφος του όσο και ο τρόπος δουλειάς του -επαναστατικός λόγο του «ερασιτεχνισμού» του απέναντι στα παραδοσιακά πρότυπα της κινηματογραφικής βιομηχανίας- επηρέασαν βαθύτατα τη Νουβέλ Βανγκ, το τελευταίο ίσως μοντέρνο κίνημα στον κινηματογράφο. Προηγουμένως ο πάπας του ιταλικού νεορεαλισμού Ρομπέρτο Ροσσελίνι είχε επισημοποιήσει τη συγγενική σχέση του μοντέρνου σινεμά με το έργο του Κοκτώ, γυρίζοντας σε ταινία το μονόπρακτο Ανθρώπινη φωνή (1948) με πρωταγωνίστρια τη θρυλική Άννα Μανιάνι. Το 1949 ο Κοκτώ γνωρίζει στο Φεστιβάλ Καταραμένων Ταινιών στο Μπιαρρίτζ ένα νεαρό παθιασμένο κινηματογραφόφιλο, τον Φρανσουά Τρυφώ. Δέκα χρόνια αργότερα, είναι ο προστατευόμενός του στο Φεστιβάλ των Καννών, όπου ο Τρυφώ παρουσιάζει και βραβεύεται για την ταινία του Τα 400 χτυπήματα. Σε ένα άλλο είδος κινηματογράφου, τον πειραματικό, ο Κοκτώ καινοτομεί και πάλι. Η προβολή της ταινίας του Το αίμα του ποιητή στη Νέα Υόρκη, τη δεκαετία του '30, γίνεται η απαρχή της ανάπτυξης της Νεοϋορκέζικης σχολής του πειραματικού κινηματογράφου. Τέλος, το βιβλίο με τις συνεντεύξεις του γύρω από τον κινηματογράφο3 θα γίνει ένα από τα πιο αγαπητά αναγνώσματα των κινηματογραφόφιλων όλου του κόσμου.
Πικάσσο, Σατί, Ραντιγκέ, Ροσσελίνι, Τριφφώ, και τόσοι άλλοι, τόσα ονόματα που σημάδεψαν, ή, μάλλον, συνιστούν την ιστορία της τέχνης του 20ου αιώνα, και τα οποία συναντήσαμε ανατρέχοντας στο έργο ή και μόνο στο όνομα του Κοκτώ. Χρειάζεται άλλη απόδειξη για την εμβέλειά του ως νεωτεριστή; Αλλά αν νεωτερισμός είναι η «άρνηση» του κλασικού, τότε το έργο του Κοκτώ επιδιώκει το μοντέρνο μέσω ενός είδους «άρνησης της άρνησης» -η περίφημη απέχθεια προς την πρωτοτυπία-, μια τάση η οποία αρκεί για να τον αναδείξει ως τον κλασικό ανάμεσα στους μοντέρνους.
 
Ζαν Κοκτώ και Ζαν Μαραί στη Κυανή Ακτή (1939)
 
Β) Οι δυσκολίες της ύπαρξης
Την ώρα που άλλοι βλέπουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη να μεγαλώνει από παιδί σε νεαρό άνδρα, ο Κοκτώ γράφει τα πρώτα ολοκληρωμένα ποιητικά του έργα. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα παιδί θαύμα; Ναι, αλλά ταυτόχρονα και με έναν ντιλεντάντη, ένα νεαρό γόητα, ένα δανδή· κι ακόμη, ένα νέο με «κακές συναναστροφές», γνώριμο και φίλο οπιομανών, πορνών, στοιχείων του υποκόσμου. Κι είναι ακόμη η διαφορετική σεξουαλική του προτίμηση, ένας εκλεκτισμός, μια παριζιάνικη αλαζονεία, τρόποι κοσμικού. Μερικές φορές η συμπεριφορά και η εμφάνισή του στο σύνολό τους έρχονται σε φανερή αντίθεση με τη σοβαρότητα της εποχής. Έτσι, όταν ξεσπά ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Αντρέ Ζιντ θα γράψει γι' αυτόν: «Όλο το εξαιρετικό μπρίο της συνηθισμένης κουβέντας του με σοκάριζε όπως ένα αντικείμενο πολυτελείας εκτεθειμένο σε κοινή θέα σε εποχή πείνας και πένθους».
Υπάρχει, όμως, κι η άλλη πλευρά του νομίσματος, όπως οι κρίσεις μελαγχολίας, από τις οποίες θα υποφέρει σ' όλη του τη ζωή, ή η οικονομική ανασφάλεια. Μέχρι το θάνατό της (1943) μητέρας του θα τον «χαρτζιλικώνει», συνεισφέροντας στα άλλοτε χαμηλά εισοδήματά του γιου της. Κι είναι ακόμη το επεισόδιο της φιλίας του με τον Ραντιγκέ και η τραγική του κατάληξη· η καθυστερημένη διάγνωση της αρρώστιας (τυφοειδής πυρετός) και η κακή κατάσταση της υγείας του νεαρού συγγραφέα εμπόδισαν την ίασή του. Τρεις μέρες προτού πεθάνει (12 Δεκεμβρίου 1923), θα ψιθυρίσει στον Κοκτώ τούτη την τρομερή φράση: «Σε τρεις μέρες οι στρατιώτες του Θεού θα μ' εκτελέσουν».
 
 
Δεν είναι, όμως, μοναχά ο θάνατός του Ραντιγκέ· η γιορτή έχει πια τελειώσει για τον Κοκτώ. Θα ακολουθήσει μια μακρά περίοδο κρίσης και σύγχυσης· εποχή μαρτυρική, που σηματοδοτείται από το όπιο και τις θεραπείες αποτοξίνωσης. Ακόμη και ο Ρωμαιοκαθολικισμός θα κληθεί να συνδράμει σαν βάλσαμο. Ο «προσηλυτισμός» του, όμως που επιχειρήθηκε από τον Ρωμαιοκαθολικό φιλόσοφο Ζαν Μαριταίν, δε θα τον εμποδίσει να εξακολουθεί να παραδίδεται στις ηδονές της σάρκας και στα όνειρα του οπίου.
Αυτή η μαύρη περίοδος τερματίζεται, καθώς λένε, με τον ερχομό του ηθοποιού Ζαν Μαραί (Jean Marais) στη ζωή του Κοκτώ, Εργατικός και αντίθετος προς τους «τεχνητούς παραδείσους», ο Μαραί θα βάλει σε τάξη την πνευματική και φυσική αποστασία που βασιλεύει στη ζωή του ποιητή. Σ' ένδειξη ευγνωμοσύνης ο Κοκτώ θα του αφιερώσει με αυτά τα λόγια ένα έργγο του: «Στον Ζαννό, που οδηγεί σε αποτυχία τη δυστυχία, φίλη των ποιητών». Κι εκτός από τα λόγια υπάρχουν και τα έργα: Ο Μαραί θα γίνει διάσημος χάρη ακριβώς στην φιλία του με τον ποιητή.
 
Πορτρέτο του Κοκτώ από τον Picasso (1916)
 
Αλλά η δυσκολία της ύπαρξης δεν παύει να τον τυραννά· το γαλήνιο λιμάνι που με λαχτάρα ποθεί δεν έχει βρεθεί ακόμη. Αυτός που υποτίθεται ότι ήδη από τη δεκαετία του '30 έχει κόψει οριστικά το όπιο, μέχρι το 1947 θα έχει υποβληθεί σε πέντε αποτοξινώσεις -κι ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί μέχρι το θάνατό του. Από αυτή την κατάσταση της πνευματικής κινητικότητας, που δεν τον αφήνει σε ησυχία, θα εμπνευστεί ένα σημαντικότατο δοκίμιο, έργο ενός πραγματικού ηθικολόγου, το οποίο θα ονομάσει με τον τίτλο που ορίζει και την ίδια του τη ζωή: Η δυσκολία του να υπάρχεις (La Difficulté d'être).
Μπορούμε άραγε σ' αυτό το βιβλίο να βρούμε τις απαρχές μιας φιλοσοφίας της ζωής; Άλλοτε ναι άλλοτε όχι. «Το κοινό δε δάχεται (γράφει αναφερόμενος στον Ρουσσώ) ότι ένας άνθρωπος που γνωρίζει τόσο καλά τα ασθενή του σημεία έχει το δικαίωμα να τα επικαλείται σε υπεράσπισή του, αλλά δεν μπορεί να τα διορθώσει». Μια φράση ακριβής και πετυχημένη όχι μόνο για την περίπτωση του Ρουσσώ.
 
Ζαν Μαραί, για τον Κοκτώ ήταν ο Ζανό «Jeannot»
 
Ο Κοκτώ υπήρξε πάνω απ’ όλα ποιητής με την παραδοσιακή-ρομαντική σημασία του όρου. Ποιητής στις λυρικές εξάρσεις της ζωής, ποιητής στη μελαγχολική καταμέτρηση του χρόνου. Εδώ έγκειται κι η αυθεντικότητα του έργου του. Οι δυσκολίες του αλλά και το μεγαλείο του προέρχονται από τη σημερινή –κι ίσως διαχρονική- διάσταση ανάμεσα στην ποίηση ως λογοτέχνης, ως κινηματογραφιστής, ως ζωγράφος. Ένα από τα πρώτα ποιήματά του, από το Ακρωτήρι της καλής ελπίδας, χρωματίζει καλύτερα από κάθε τι άλλο το πορτρέτο του έργου του:
Το έργο μου ξυπνάει
Και προσηλώνεται
Και εδώ
Και εδώ
Και
Εδώ
Κοιμάται
Η βαθιά ποίηση.
Ο Κοκτώ παραπονιόταν συχνά και δικαίως, ότι τον θαύμαζαν για λανθασμένους λόγους. Ο «ντιλετάντης» της νιότης του, του είχε κολλήσει ως χαρακτηρισμός για την υπόλοιπη ζωή του. Αλλά είναι στο έργο του που βρήκε τη δικαίωσή του κι όπου μπορούμε πλέον να θαυμάσουμε όλες τις εκλάμψεις της ιδιοφυΐας του.
 
Σημειώσεις

1. «Το όπιο», μετάφραση Α. Σφακιανάκη, εκδόσεις Αιγόκερος
2. La Difficulté d'être
3. «Ο κινηματογράφος της ποίησης» μετάφραση Τάκης Μωραΐτης εκδόσεις Αιγόκερος 1986
 
Αφίσα της ταινίας Η διαθήκη του Ορφέα ή μη με ρωτάτε γιατί (1960)
 
ΜΙΑ ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΣΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ
Η επίπεδη μελωδία (PlainChant)
Πρόκειται για εκτενές ποίημα που γράφτηκε μονομιάς. Ένας ύμνος στον έρωτα, στη δόξα και στο θάνατο, αλλά κυρίως στη δυστυχία η οποία συνδέεται με την ποιητική δημιουργία. Ο ίδιος ο συγγραφέας παρουσιάζεται στο ποίημα να μπαρκάρει για άγνωστες ακτές, για τις οποίες μόνο οι Μούσες ξέρουν το δρόμο. Αυτές του δίνουν ως οδηγό και εμπνευστή έναν αυστηρό άγγελο, ο οποίος ηγείται αυτής της εκστρατείας προς την καρδιά του αγνώστου: «Γνωρίζεις πάνω στο χάρτη/ποιος είναι ο μυστηριώδης δρόμος μου/και μόλις πάω να χαθώ/με αρπάζει από το χέρι». Τούτος ο σκληρός άγγελος, που φορά μια «πανοπλία από χιόνι», είναι πολύ απαιτητικός: μετατρέπει τον ποιητή σε όργανο των Μουσών, του ρουφάει τη ζωή του για να τον κάνει να υποταχθεί στα καπρίτσια τους. Όταν αυτές φεύγουν, ο άγγελος κλείνει την πόρτα πίσω τους και δεν απομένει πια στον ποιητή παρά μόνο «τούτο το γραπτό» κι η αγωνία του θανάτου, ο οποίος τον περιμένει τελικά· ένας θάνατος που «το ίδιο φοβίζει/και μου κάνει τα γλυκά μάτια», ενώ μουρμουρίζει στο αυτί του ποιητή: «Σκέψου το ραντεβού μας».
Η Επίπεδη μελωδία γράφτηκε την εποχή που ο Ραντιγκέ ζούσε ακόμη κι έμενε μαζί με τον Κοκτώ. Παρ’ όλο που το όνομά του δεν εμφανίζεται πουθενά, η παρουσία του είναι παντού αισθητή. Αυτός είναι η «αγαπητή ύπαρξη» που εμπνέει στον Κοκτώ τους ωραίους και βασανιστικούς στίχους.
 
 
Τα τρομερά παιδιά (Les Enfants Terrible)
Κάθε μέρα, όταν το Λύκειο Condorcet κλείνει τις πόρτες του, οι «βάρβαροι του σχολείου» ξεχύνονται στην αυλή του συγκροτήματος κατοικιών Monthiers. Αυτό το βράδυ, η αυλή δείχνει τρομερή, καλυμμένη με χιόνι, απ’ άκρη σ’ άκρη κι οι μικροί διάβολοι ξετρυπώνουν από παντού. Όταν ο Πωλ περνάει την πύλη της, ένας καταιγισμός από μπάλες χιονιού τον υποδέχεται. Αυτός προχωρεί αδιάφορος, αναζητώντας με τα μάτια τον Νταρζελός. Ξαφνικά τον διακρίνει, όρθιο ανάμεσα στους «στρατιώτες» του, να σηκώνει το χέρι και να του ρίχνει μια χιονομπάλα. Ο Πωλ πληγώνεται στο στήθος απ’ όπου αρχίζει να στάζει αίμα. Οι γιατροί, που φτάνουν αργότερα, δεν ξέρουν τι να πουν· το παιδί έχει, πολύ απλά ευαίσθητο στήθος. Του συνιστούν απόλυτη ανάπαυση και τον παραδίδουν στις φροντίδες της δεκαεξάχρονης αδελφής του Ελιζαμπέτ, επειδή η μητέρα τους ζει καθηλωμένη στο αναπηρικό καροτσάκι. Μέσα στο σπίτι θα εκδηλωθεί ο παθιασμένος και αχόρταγος έρωτας της Ελιζαμπέτ για τον Πωλ.
Δημοσιευμένο το 1929, Τα τρομερά παιδιά είναι ένα από τα πιο ολοκληρωμένα έργα του Κοκτώ. Το πάθος που ενώνει τον Πωλ με την Ελιζαμπέτ θα φαινόταν διφορούμενο καθώς και αίτιο σκανδάλου αν δεν είχαν χαράξει γύρω τους ένα μαγικό κύκλο, που τους προστατεύει από τον εξωτερικό κόσμο και τους κάνει να επικοινωνούν με έναν κόσμο όπου «τα σώματα, οι ψυχές παντρεύονται κι όπου η αιμομιξία δεν καταδιώκει τους αγαπημένους».
 
 
 
Οι τρομεροί γονείς (Les Parents Terribles)
Αν υπήρχε ένα φάρμακο που θα εμπόδιζε τα παιδιά να μεγαλώσουν, η Υβόννη δε θα τσιγκουνευόταν τη δόση. Παρόλο που ο γιος της Μισέλ είναι 22 χρονών, αυτή εξακολουθεί να τον περιβάλλει με την τυφλή και ασφυκτικά καταπιεστική στοργή της. Για χάρη του, έχει πάψει να ασχολείται με τον άνδρα της Ζωρζ. Ο τελευταίος είναι ένας αποτυχημένος εφευρέτης, που επικαλείται τις δήθεν έρευνές του για να απατά τη γυναίκα του και να επισκέπτεται μα ψευδώνυμο μια νεαρή κοπέλα η οποία τον λυπήθηκε για τη μιζέρια του.
Μια νύχτα, ο Μισέλ δεν επιστρέφει σπίτι. Η αγωνία στο πατρικό του ξεπερνά κάθε όριο. Το πρωί, ο νεαρός άνδρας εμφανίζεται με ένα χαμόγελο που του φτάνει ως τα αυτιά και δηλώνει ότι είναι ερωτευμένος. Η Υβόννη παρουσιάζει μια κρίση ζήλειας, ενώ ο Ζωρζ ανακαλύπτει έκπληκτος ότι η φίλη του γιου του δεν είναι άλλη από τη δική του ερωμένη… Υπάρχουν καταστάσεις που θυμίζουν βωντβίβ και κρύβουν πίσω τους μια τραγωδία. Ο Ζωρζ αποφασίζει να εκβιάσει με σκληρό τρόπο τη φίλη του, ενώ η Υβόννη δε διατάζει μπροστά σε τίποτε προκειμένου να κρατήσει κοντά της το γιο της. Έτσι πηγαίνουν μαζί με τον Μισέλ, που τα’ αγνοεί όλα αυτά, στο σπίτι της νεαρής κοπέλας, με το πρόσχημα ότι θέλουν να τη γνωρίσουν…
 
Αφίσα της ταινίας Το αίμα ενός ποιητή (1930)
 
Ο δικέφαλος αετός (L'Aigle à deux têtes)
Ύστερα από τη δολοφονία του συζύγου της, του βασιλιά Φρειδερίκου, η βασίλισσα ζει σαν μέσα σε όνειρο πιο φοβερό κι από τον ίδιο το θάνατο. Με το πρόσωπό της καλυμμένο πάντα με πέπλο, υποφέροντας από μια θλίψη που την καταβάλλει, ανήσυχη κι οργισμένη, αλλάζει τη μια κατοικία μετά την άλλη, σαν πληγωμένος αετός. Ακριβώς δέκα χρόνια μετά την ημέρα του δράματος, βρίσκεται στο κάστρο του Κραντζ. Έξω αστράφτουν οι κεραυνοί, ξεσχίζοντας τη σκοτεινιά της νύχτας. Η βασίλισσα αγαπά τις θύελλες. Τα παράθυρα του δωματίου της είναι ορθάνοικτα και το τραπέζι είναι στρωμένο για δύο. Μόνη, στο τρεμάμενο φως των κεριών, η βασίλισσα δειπνεί με τη σκιά του νεκρού συζύγου της… Ξαφνικά, ακούγονται πυροβολισμοί και ένας νεαρός άνδρας, ο Στανισλάς, ξεπροβάλλει από το παράθυρο. Η βασίλισσα δε βλέπει τα τρελά του μάτια, ούτε το μαχαίρι που σφίγγει στο χέρι του. Τούτος ο άνδρας, που ήρθε να τη δολοφονήσει, μοιάζει εκπληκτικά με τον πεθαμένο βασιλιά. Η βασίλισσα τρέχει πάνω του ουρλιάζοντας το όνομα του συζύγου της… Έτσι, μέσα σε τούτο το κάστρο που το τυλίγει το σκοτάδι θα ξετυλιχθεί μια τραγωδία, ένας μη επιτρεπτός έρωτας ανάμεσα σε μια βασίλισσα η οποία ξεσηκώνεται ενάντια σε ένα περιβάλλον που την πνίγει και σ’ ένα νεαρό αναρχικό ποιητή που ήρθε για να τη σκοτώσει…
Βασισμένος πάνω στο θάνατο του Λουδοβίκου Β’ της Βαυαρίας, ο Δικέφαλος αετός συνταιριάζει τα ξεστρατίσματα του ρομαντικού δράματος με την κλασική αυστηρότητα της γλώσσας του Κοκτώ.
 
Πορτρέτο του Κοκτώ από τον Leon Bakst
 
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ
Η αισθητική της αποτυχίας είναι η μόνη αυθεντική. Εκείνος που δεν κατανοεί τη αποτυχία είναι χαμένος.
Η σπουδαιότητα της αποτυχίας είναι θεμελιώδης. Δε μιλώ για το αντικείμενο της αποτυχίας. Αν δεν έχει συλλάβει κανείς αυτό το μυστικό, αυτή την αισθητική, αυτή την ηθική της αποτυχίας, δεν έχει καταλάβει τίποτα και η δόξα παραμένει κενή.
Το όπιο
***
Εμείς οι ποιητές έχουμε μανία με την αλήθεια. Προσπαθούμε να πούμε με κάθε λεπτομέρεια ό,τι μας συγκλονίζει. «Αρκετά πια με τα προσωπικά σας», είναι ο έπαινος που επισύρει κάθε φορά η ακτινοβολία μας.
Μπορεί να φανταστεί την πίστη που εμπνέουν οι έντιμες αναφορές μας για το τι βλέπουμε, από την αξιοθαύμαστη δυσπιστία που διεγείρει στον καθένα η ίδια μας η ακριβολογία για πράγματα καθημερινά.
Ο ποιητής δεν επιζητεί το θαυμασμό· θέλει να τον πιστέψουν.
Το όπιο
***
Η φήμη μου έχει ξεπεράσει το έργο μου. Πρέπει λοιπόν το έργο μου να φτάσει στο ίδιο επίπεδο με τη φήμη του.
***
Είμαι ο αντίποδας του Βολταίρου! Αυτός είναι όλο σκέψη-διανόηση. Εγώ δεν είμαι τίποτε –«ένας άλλος» μιλάει μέσα μου. Αυτή η δύναμη παίρνει πνευματική μορφή, κι αυτό είναι η τραγωδία- κι ήταν έτσι από την αρχή.
***
Οι καθρέφτες είναι οι πόρτες απ’ όπου πηγαινοέρχεται ο θάνατος. Άλλωστε, δεν έχετε παρά να κοιτάζεστε όλη σας τη ζωή σ’ έναν καθρέφτη και θα δείτε το θάνατο να δουλεύει σαν τις μέλισσες μάσα σε μια γυάλινη κυψέλη».
***
Το έργο κάθε δημιουργού είναι αυτοβιογραφικό, ακόμη κι αν δεν το ξέρει ή δεν το επιθυμεί, ακόμη κι αν το έργο του είναι «αφηρημένο».
***
(Ο Ραντιγκέ) έλεγε ότι η Αβαν-γκαρντ αρχίζει όρθια και τελειώνει μετά από λίγο καθιστή. Καθιστή πάνω σε μια καρέκλα ακαδημαϊκού, εννοείται… Έλεγε ότι θα ‘πρεπε να μιμηθούμε τους μεγάλους κλασικούς. Έτσι, θα χάναμε· αλλά, αυτή η ήττα θα γινόταν η πρωτοτυπία μας.
***
Η εκτίμηση της τέχνης είναι μια ηθική στύση· αλλιώτικα, δεν είναι παρά σκέτος ντιλεταντισμός. Πιστεύω ότι η σεξουαλικότητα είναι η βάση της φιλίας.
***
Επαναλαμβάνω συνεχώς ότι η τέχνη είναι το πάντρεμα του συνειδητού με το υποσυνείδητο.
Τελευταία, άρχισα να σκέφτομαι μήπως η ιδιοφυΐα είναι μια κρυφή μέχρι σήμερα μορφή μνήμης.
***
Από έναν ολοένα και πιο έντονο ατομικισμό δεν ξεπηδά παρά η μοναξιά. Τώρα δεν αλληλοχωνεύονται όχι μόνο καλλιτέχνες από διαφορετικές ομάδες, αλλά κι εκείνοι που ανήκουν την ίδια αμάδα, άνθρωποι που μοιράζονται την ίδια μοναξιά, το ίδιο κελί, που εκμεταλλεύονται το ίδιο ορυχείο. Κάτι που μεταβάλλει σε εχθρό μας τον μοναδικό άνθρωπο που μπορούσε να μας καταλάβει, και αντιστρόφως.
Το όπιο
***
Δεν θα 'θελα να με κάνουν τσακωτό να γράφω. Πάντοτε σχεδίαζα. Το γράψιμο για μένα είναι ένα ζωγράφισμα, να δένεις τις γραμμές μ' έναν τέτοιο τρόπο, που να σχηματίζουν γραφή, ή να τις λύνεις έτσι ώστε το γράψιμο να μοιάζει με ζωγραφιά.
Το όπιο
***
Ένα έργο τέχνης, από τη στιγμή που έχει αποσπαστεί από μας, αρχίζει να ζει σύμφωνα με τους αναγνώστες του ή τους θεατές του, που το παραμορφώνουν για δική τους χάρη.
Κάθε έργο τέχνης έχει τα μυστικά του μέρη, και κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί τι είναι καλύτερο, να τα αποκαλύπτουμε ή να τα αφήνουμε έτσι, μυστικά.
Κινηματογράφος και ποίηση
***
Η προσέγγιση της Ελλάδας μου προξενεί πάντοτε την ίδια ευχαρίστηση -ένα είδος ευθυμίας. Μου φαίνεται ότι επιστρέφω σπίτι μου. Στη Γαλλία, δυστυχώς, δεν αισθάνομαι πλέον σαν στο σπίτι μου.
Όσο περνούν τα χρόνια και ξεμακραίνω από την εποχή που το μυαλό δεν είχε ακόμα αρχίσει να ορίζει τις αισθήσεις, γυρνώντας πίσω βρίσκω αχνάρια του έρωτα που είχα ανέκαθεν για τα αγόρια.
Λάτρευα πάντα το δυνατό και το όμορφο, αυτό που εγώ πιστεύω πως πρέπει να τ' ονομάζουμε ωραιότερο φύλο. Το δυστύχημα μ' εμένα ήταν ότι βρισκόμουν στα χέρια μιας κοινωνίας που αντιμετώπισε το ασυνήθιστο σαν αντικείμενο ντροπής και το καταδίκαζε. Βασανιστικά μας υποχρέωνε ν' αλλάξουμε και να καταπνίξουμε τις ιδιαίτερες κλίσεις μας...
...Ο ομοφυλόφιλος αναγνωρίζει τον ομοφυλόφιλο, όπως ο Εβραίος τον Εβραίο. Τον ανακαλύπτει πίσω από απ' οποιαδήποτε μάσκα, και σας διαβεβαιώνω γι' αυτή μου την ικανότητα να τον ανακαλύπτω ακόμα και ανάμεσα στις γραμμές του πιο αθώου βιβλίου. Τούτο το πάθος είναι πολύ πιο περίπλοκο απ' όσο συνηθίζουν οι ηθικολόγοι να ισχυρίζονατι ότι είναι.
Γιατί, όπως υπάρχουν γυναίκες ομοφυλόφιλες, γυναίκες με ολοφάνερα τα γνωρίσματα της λεσβίας, που όμως, αφού κάνουν έρωτα με τη δική τους, ψάχνουν να βρουν μετά σαν τρελές κάποιον άντρα, έτσι υπάρχουν και ομοφυλόφιλοι άντρες, που αφού κάνουν έρωτα με τον δικό τους, μετά ψάχνουν να βρουν γυναίκα. Υπάρχουν όμως και ομοφυλόφιλοι άντρες που δεν έχουν ξεκαθαρίσει μέσα τους τι ακριβώς θέλουν, κι έτσι ζουν μια ολόκληρη ζωή μέσα σε ταραχή και ανησυχία. Κι αυτό το αποδίδουν σε μια ντροπαλωσύνη που τους διακρίνει.
Το λευκό βιβλίο 
 
 
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΖΑΝ ΚΟΚΤΩ
1889. 5 Ιουλίου: Γέννηση στο Μαιζίν Λαφίτ, στο Παρίσι.
1898. Ο πατέρας του Ζαν Κοκτώ αυτοκτονεί. Ο μικρός Ζαν συνδέεται πολύ με τη μητέρα του, μια αξιαγάπητη και κυρίως... κομψότατη γυναίκα, κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον μικρό δανδή. Όταν φεύγει το βράδυ για το θέατρο, ο μικρός την παρακαλεί να τον πάρει μαζί του. Αντί γι' αυτό, εκείνη του αγοράζει ένα θέατρο-μινιατούρα. Από εδώ ξεκινάει η αγάπη για το θέατρο και η τάση του για αυτοσχεδιασμό.
1900. Μπαίνει στο Λύκειο Condorcet.
1906. Φυγή στη Μασσαλία, λιμάνι με κακόφημες συνοικίες όπου συχνάζουν οπιομανείς και πόρνες. «Εδώ ήταν το πραγματικό μου σχολείο. Εδώ απελευθερώθηκα». Συναντά τη Μιστενγκέτ και τον περίφημο ηθοποιό Ντε Μαξ.
1908. 4 Απριλίου: Ο Ντε Μαξ διαβάζει ποιήματα του Κοκτώ στο θέατρο Femina στα Champs-Elysées. Ανάμεσα στο κοινό και ο συγγραφέας Ροζέ Μαρτέν ντυ Γκαρ (Βραβείο Νόμπελ 1937), ο οποίος κρατά σημειώσεις γι' αυτό που αργότερα θα γίνει το πρώτο του μυθιστόρημα: Devenir.
1908. Σεπτέμβριος: Ταξίδι στη Βενετία μαζί με τρεις φίλους. Ο ένας απ' τους τρεις αυτοκτονεί. Η αστυνομία ανακρίνει τον Ζαν.
1910. Συνδέεται με τον Ντιαγκίλεφ, διευθυντή των ρώσικων μπαλέτων.
1911. 15 Μαρτίου: Κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος του περιοδικού Σεχραζάντ, που ίδρυσε ο Κοκτώ μαζί με τον σχεδιαστή Πωλ Ιριμπ. Περιέχει, εκτός από δικά του ποιήματα, και σχέδια των Ντ. Ντε Σεγκονζάκ, Μποννάρ, και της Μαρί Λωρενσέν, φίλης του Γκυγιώμ Απολλιναίρ. Πριν από λίγο καιρό έχει δημοσιεύσει τη συλλογή Ο επιπόλαιος πρίγκιπας, την οποία αργότερα θα αποκηρύξει. Κάνει τη γνωριμία της κόμισσας Άννα ντε Νοάιγ, προστάτιδας των καλλιτεχνών. Για κάμποσο καιρό είναι αχώριστοι, σε σημείο που ο κόμης τον φωνάζει η «αρσενική Άννα».
Τα ρώσικα μπαλέτα ανεβάζουν το έργο του Ο Γαλάζιος θεός. Γνωριμία με τον Στραβίνσκυ.
1912. Ο χορός του Σοφοκλή. Κακές κριτικές από την «Nouvell Revue Française».
1913. 29 Μαΐου: Ο Κοκτώ παρακολουθεί τη θριαμβευτική πρεμιέρα της Ιερής Άνοιξης του Στραβίνσκυ. Το θέαμα τον μαγεύει. Υπερβολικά σίγουρος για τη γοητεία του, κάνει διάφορες προτάσεις συνεργασίας στον Στραβίνσκυ, ο οποίος τις αποκρούει τη μια μετά την άλλη. Ο Προυστ τον συμβουλεύει να απομακρυνθεί από τους κοινωνικούς πειρασμούς.
1914. Με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, κατατάσσεται ως εθελοντής τραυματιοφορέας. Φιλία με τον αεροπόρο Ρολάν Γκαρός.
1916. Ιδρύει μαζί με τον Πωλ Ιριμπ το διμηνιαίο περιοδικό «Le Mot».
1917. 18 Μαΐου: Ανεβάζει στο θέατρο Châtelet, με μουσική Έρικ Σατί και σκηνικά Πικάσσο, το μπαλέτο Παρέλαση. Ανάμεσα στο κοινό οι συγγραφείς Μοράν και Απολλιναίρ, οι μουσικοί Πουλένκ και Ωρίκ, και ζωγράφοι σαν τον Χουάν Γκρις. Ο κόσμος μιλάει για σκάνδαλο και ο Απολλιναίρ εφευρίσκει τον όρο «σουρρεαλισμός» προκειμένου να εκφράσει την αισθητική του έργου. Γνωριμία με τον Ραυμόν Ραντικγέ (Raymond Radiguet).
1919. Μετά τον πόλεμο δημοσιεύει τα έργα Πότομακ και Το ακρωτήρι της καλής ελπίδας. Αρχή του θυελλώδους δεσμού του με τον Ραιημόν Ραντιγκέ, συγγραφέα των μυθιστορημάτων Ο διάβολος στο κορμί και Ο χορός του Κόμη Ντ'Ορζέ.
1920. Ανεβάζει το μιμόδραμα Το βόδι πάνω στη στέγη, στο θέατρο των Champs Elysées. Ιδρύει με τον Ραντιγκέ την επιθεώρηση «Le Coq».
1922. Διαμονή στο Cap Négre, στον γαλλικό Νότο, μαζί με τον Ραντίγκε. Στα τέλη του έτους ανεβάζει την Αντιγόνη.
1923. Επίπεδη μελωδία, Θωμάς ο απατεώνας, Το μεγάλο σφάλμα. Θάνατος του Ραντίγκε από τυφοειδή πυρετό.
1924. Αναχωρεί για το Μόντε Κάρλο όπου, από τη λύπη του, καταφεύγει στο όπιο. Ετοιμάζει μαζί με τον Ντιαγκίλεφ το μπαλέτο Το γαλάζιο τραίνο. Γνωριμία με τον νεοθωμιστή Ρωμαιοκαθολικό φιλόσοφο Ζακ Μαριτέν και τη γυναίκα του Ραΐσα.
1925. Πρώτη αποτοξίνωση. L'ange Heurtebise, Cri écrit.
1926-27. Opéra, Ορφέας (το θεατρικό).
1928. Δεύτερη αποτοξίνωση. Το λευκό βιβλίο ή έρωτες αγοριών, το οποίο δημοσιεύει ανώνυμα.
1929. Τα τρομερά παιδιά. Θριαμβευτικές κριτικέ στον Τύπο.
1930. Το θεατρικό μονόπρακτο Η ανθρώπινη φωνή. Γράφει και σκηνοθετεί την ταινία Το αίμα ενός ποιητή.
1923. Προβολή της ταινίας Το αίμα ενός ποιητή στο θέατρο «Vieux-Colombier».
1934. Η δαιμόνια μηχανή.
1937. Γνωριμία με τον ηθοποιό Ζαν Μαραί.
1938. Ανεβάζει το έργο Οι τρομεροί γονείς.
1940. Εγκαθίσταται μαζί με τον Ζαν Μαραί σ'ένα διαμέρισμα της οδού Montpensier. Τα ιερά τέρατα.
1943. Θάνατος της μητέρας του Κοκτώ. Συμμετοχή (ιστορία και διάλογοι, αλλά γενικότερη συμβολή) στην ταινία Η αιώνια επιστροφή του Ζαν Ντελανουά, με πρωταγωνιστή τον Ζ. Μαραί. Αυτή η ταινία θα κάνει παγκόσμια γνωστό τον τελευταίο.
1945. Λεώνη, εκτενές ποιητικό κείμενο, από τα παραγνωρισμένα αλλά και πιο σημαντικά έργα του.
1946. Γράφει και σκηνοθετεί την ταινία Η ωραία και το τέρας. Ο δικέφαλος αετός (θεατρικό).
1947. Ο δικέφαλος αετός (ταινία). Γνωριμία με τον Εντουάρ Ντερμίτ, που θα γίνει και σύντροφος αλλά και κληρονόμος του.
1948. Γράφει και σκηνοθετεί την ταινία Οι τρομεροί γονείς. Ταξίδι στις Η.Π.Α.
1949. Οργανώνει στο Μπιαρρίτζ το «Φεστιβάλ των Καταραμένων Ταινιών» όπου κάνει τη γνωριμία του Φρ. Τρυφφώ. Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής.
1950. Γράφει και σκηνοθετεί την ταινία Ορφέας (Α' Βραβείο του Φεστιβάλ Βενετίας). Κοριολανός (ταινία).
1952. Ταξίδι στην Ελλάδα. Η βίλα Σαντο-Σοσπίρ, ντοκιμαντέρ στο οποίο επιδεικνύει πως διακόσμησε με σχέδιά του την ομώνυμη βίλα.
1955. Μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και της Βασιλικής Ακαδημίας του Βελγίου.
1960. Η διαθήκη του Ορφέα ή μη με ρωτάται γιατί (ταινία). Εκλέγεται πρίγκιπας των ποιητών.
1963. 11 Οκτωβρίου: Μια ομάδα δημοσιογράφων έρχεται να του πάρει συνέντευξη. Η Εντίθ Πιαφ μόλις πέθανε. Εκδηλώνει τη λύπη του και τον θαυμασμό του. Λίγες ώρες αργότερα σβήνει και ο ίδιος. Η Γαλλία την ίδια μέρα χάνει το δυο ιερά της τέρατα.
 
Το αίμα ενός ποιητή (1930)
 
ΕΛΛΑΔΑ
Εκεί όπου το μάρμαρο κι η θάλασσα
θυμίζουν λευκό πρόβατο
Εκεί όπου τα μπλεγμένα φίδια
διακοσμούσαν το σκήπτρο
Εκεί όπου απάνθρωπα πουλιά
έβαζαν αινίγματα
Εκεί όπου το καράβι
όρθωνε ράβδους κυμάτων
Εκεί όπου ο βοσκός χτυπούσε
τους άπιστους αετούς
Εκεί όπου η άκαρδη αιμομιξία
πάνω σε πέδιλα,
Κατεδίωκε τους βασιλείς,
τις βασίλισσες του θεάτρου
Με ουρλιαχτά τρελής,
με γύψινα μάτια
Αυτό είναι αν δεν απατώμαι
το ελληνικό ύφος.
Οι θεοί (ο διάβολος μάλλον)
έχοντας φτερά και ράμφη
Και στολισμένος με καπέλο
κατάλληλο για φυγή,
Ο Ερμής κρατώντας στο χέρι
τον αριθμό οκτώ.
Πηγή: ΚΟΚΤΩ (1889-1963), Η ζωή και το έργο του, εκδόσεις Printa 1993
 
 
ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΖΑΝ ΚΟΚΤΩ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
- Το φάντασμα της Μασσαλίας, εκδόσεις Μπιλιέτο 2010
- Θωμάς ο απατεώνας, εκδόσεις Αιγόκερος 2007
- Το όπιο, εκδόσεις Αιγόκερος 2007
- Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες (το πρώτο μου ταξίδι), εκδόσεις Κέδρος 2006
- Θέατρο τσέπης, εκδόσεις Άγρα 2005
- Οι τρομεροί γονείς, εκδόσεις Δωδώνη 1998
- Ανθρώπινη φωνή, εκδόσεις Έψιλον 1994
- Μονόπρακτα - Η ανθρώπινη φωνή - Το φάντασμα της Μασσαλίας - Η ψεύτρα - Την έχασα, εκδόσεις Δωδώνη 1994
- Τα τρομερά παιδιά (δεμένο), εκδόσεις Printa 1993
- Τα τρομερά παιδιά, εκδόσεις Printa 1993
- Δαιμόνια μηχανή, εκδόσεις Δωδώνη 1990
- Ελληνικό ημερολόγιο, εκδόσεις Καστανιώτης 1986
- Ο κινηματογράφος της ποίησης, εκδόσεις Αιγόκερος 1986
- Το λευκό βιβλίο ή έρωτες αγοριών, εκδόσεις Αίολος, 1986
 
Ζαν Κοκτώ και Ζαν Μαραί
 
ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΚΤΩ ΕΧΟΥΝ ΓΡΑΨΕΙ:
[...] Πάνω στην Ακρόπολη θυμάμαι που μου είπε: «Τι θαυμάζουν στους αρχαίους Έλληνες;». Του απάντησα: «Το ότι οι Έλληνες ύψωσαν ως αρετή το βίτσιο τους». Το αναφέρει σ' ένα βιβλίο του το περιστατικό αυτό χωρίς φυσικά ν' αναφέρει τ' όνομά μου. Είχα την τύχη να με κλέψει ο Κοκτώ. Ορισμένα άτομα καταφέρνουν να επιβάλλουν το πρωτόκολλό τους ακόμη και σε ανθρώπους που δεν τους εκτιμούν.
Η γαλλική επαρχία τον σεβόταν σα Θεό. Η πρωτεύουσα -ορισμένοι στην πρωτεύουσα τουλάχιστον- δεν μπορούσαν να τον υποφέρουν. Οι εκτός Γαλλίας άνθρωποι τον εκτιμούσαν και τον θαύμαζαν ως ένα κοσμικό φαινόμενο, ως έναν ιεροφάντη της κοσμικότητας. Το πρώτο είναι ένα χάρισμα, το άλλο είναι μια ασθένεια. Τους ποιητές πρέπει να τους κρίνουμε από την ποίησή τους κι από τίποτε άλλο. Νομίζω πως η περίπτωση του Κοκτώ είναι η περίπτωση πολλών βασιλέων και πολλών καθεστώτων. Ήξερε ότι όλοι οι μοντέρνοι καλλιτέχνες, εξαγριωμένοι καθώς ήταν με την επανάστασή τους, θα επικρατούσαν. Ένας Γάλλος ευγενής θα τους αποκήρυσσε μετά βδελυγμίας. Αντιθέτως κάθε τι παρακινδυνευμένο ενθουσίαζε τον Κοκτώ και ήθελε να το παραδεχθεί. Βέβαια δεν έπεφτε στον χυδαίο ποοδευτισμό των μικρών κρατών, αλλά είχε την καλή θέληση να συμφιλιωθεί μετ' αγάπης μαζί τους. Κάθε τόσο μετάνοια και νοσταλγία των συντηρητικών πραγμάτων, αλλά κρυφή και με δικαιολογίες. Οι σουρεαλιστές τον μισούσαν γιατί δεν είχε την ικανότητα να σχηματίσει την άμεμπτο και απόρθητο πανοπλία τους. Έγινε και ακαδημαϊκός. Η σωφροσύνη αμείβεται γενναίως. [...]
Γιάννης Τσαρούχης, από τον πρόλογο στο Ελληνικό Ημερολόγιο του Ζαν Κοκτώ, εκδόσεις Καστανιώτη 1986 
 
 
Λίγες προσωπικότητες στην ιστορία του εικοστού αιώνα παραμένουν τόσο διάσημες και συγχρόνως ουσιαστικά άγνωστες, όσο ο Ζαν Κοκτό. Το είχε πει κι ο ίδιος σε μία από τις συνεντεύξεις που έδωσε στα τελευταία χρόνια της ζωής του, προσθέτοντας όμως ότι το να είναι κανείς διάσημος και άγνωστος σημαίνει ότι προσφέρεται για να τον ανακαλύψουμε.[…]
Ο Κοκτό, αυτός ο «βαρώνος φάντασμα της γαλλικής τέχνης», όπως τον αποκαλεί η «Λε Μοντ», γνώρισε στο πέρασμά του σχεδόν «τους πάντες». Βραβεύτηκε από τη γαλλική Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών, αγαπήθηκε και μισήθηκε με πάθος γιατί ακριβώς ήταν το αρνητικό της εικόνας που έχουμε για τον μοντέρνο καλλιτέχνη των αρχών του αιώνα. Εστέτ, ναρκισσευόμενος, κοσμικός και απίστευτα φιλόδοξος, αναζήτησε τη φήμη, τον θαυμασμό και την ηδονή, ασχολήθηκε με την ποίηση και την τέχνη, αλλά και τη μόδα. Η ίδια του η ζωή και η εικόνα ήταν ίσως το μοναδικό του αριστούργημα, «μια οριζόντια πτώση» έλεγε ο ίδιος, ποιητική και σουρεαλιστική, γεμάτη πάθη και τραγική «αγωνία». [..]
Ο Κοκτό θα επισκεφτεί αρκετές φορές στο σπίτι του τον συγγραφέα της «Αναζήτησης του Χαμένου Χρόνου», η οποία θα τον επηρεάσει βαθιά. Ο χρόνος, η αναδρομή, η επανάληψη, ο καθρέπτης είναι στοιχεία που επανέρχονται ιδιαίτερα στις ταινίες του. Όπως και η σχέση του με το φως και το σκοτάδι, με τη μη ορατή όψη των πραγμάτων. Η σειρά με τις μάσκες που έφτιαξε για την «Αντιγόνη» (λυρικό δράμα) στα 1927 εκτίθενται δίπλα στη δεύτερη σημαντική σειρά αυτοπροσωπογραφιών του «Χωρίς πρόσωπο» της περιόδου 1910–1913. Για τον ευλαβικά αφοσιωμένο στο λογοτεχνικό έργο του Προυστ, ο Κοκτό «είναι γραμμένο ότι θα θυσιάσει τα βιβλία του στη δίψα του για ζωή». Λιγότερο ευγενικός θα είναι ο Αντρέ Ζιντ, ο οποίος σε ανοικτή επιστολή του στη Nouvelle Revue Francaise προς τον ποιητή στα 1919, με ύφος καυστικά φιλικό, τον καλεί να «αρκεστεί στην εικονογράφηση μοντερνιστικών θεμάτων της μόδας και να αποφεύγει να παραστρατεί σε χωράφια (...) που υπερβαίνουν φανερά τα όρια του ταλέντου του».
Βανέσσα Θεοδωροπούλου, Καθημερινή, 12 Οκτωβρίου 2003
 
 
Είναι περίεργο πώς καμμιά φορά ορισμένοι άνθρωποι ζουν τόσο κοντά με το θάνατο, ώστε σχεδόν να εξοικειώνονται μ’ αυτόν και ύστερα να τον περιγράφουν στα έργα τους με ένα θαυμάσιο τρόπο. Ο Κοκτώ γεννήθηκε το 1889 στη Γαλλία και σε ηλικία μόλις 10 χρονών έζησε την αυτοκτονία τού πατέρα του. Ο μικρός Κοκτώ το έσκασε από το θείο που είχε την κηδεμονία του και η αστυνομία τον βρήκε να σεργιανάει στους κακόφημους δρόμους τής Μασσαλίας και τον γύρισε πίσω. Μια αποτυχημένη ερωτική σχέση με την ηθοποιό Καρλιέρ και μια έντονη καλλιτεχνική ζωή παρέα με τον Στραβίνσκυ, τον Πικάσο και άλλους, κάνουν το νεαρό ποιητή Κοκτώ να στραφεί προς το θέατρο και τον κινηματογράφο. Πολυτάλαντος ο Κοκτώ, υπογράφει σκηνικά, γράφει επιτυχημένα θεατρικά έργα (“Οι τρομεροί γονείς”, “Τα τρομερά παιδιά”, “Η ανθρώπινη φωνή”, “Η σατανική μηχανή” κ.ά). Σκηνοθετεί ταινίες όπως “Το αίμα τού Ποιητή” το 1930, “Η ωραία και το τέρας” με τον καλό του φίλο Ζαν Μαραί και φυσικά “Ο Ορφέας”. Ο θάνατος τού αγαπημένου του φίλου, τού συγγραφέα Ραϊμόντ Ραντιγκέ, ρίχνει τον Κοκτώ στην κόλαση τού όπιου, απ’ όπου δε θα συνέλθει σχεδόν ποτέ. Η φήμη του είναι μεγάλη τόσο στη χώρα του όσο και σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και συμβάλλει μαζί με τους συμπατριώτες του, Καμύ και Σαρτρ στην εξάπλωση τού σύγχρονου γαλλικού θεάτρου. Ο θάνατος έρχεται να τον συναντήσει το 1963, όταν παθαίνει καρδιακή προσβολή την ώρα που ακούει ένα πρωί, το θάνατο τής φίλης του Έντιθ Πιαφ.
Αντώνης Παπαδόπουλος πηγή: p/f.gr/theatrinos
 
 
Ο κόσμος του Ζαν Κοκτό υπήρξε πυκνοκατοικημένος από ανθρώπους-θρύλους: από τον Πάμπλο Πικάσο, τον Αντρέ Μπρετόν και τον Αντρέ Ζιντ ως τον Ζαν Μαρέ, την Εντίτ Πιαφ και την Κοκό Σανέλ. Αλλοι υπήρξαν αγαπημένοι φίλοι του, ο Πικάσο λόγου χάρη, και άλλοι επικριτές του, όπως ο Μπρετόν και ο Ζιντ. Το πολυσχιδές ταλέντο του επέτρεψε στον Κοκτό να καταπιαστεί με κάθε είδους τέχνη: ζωγραφική, γλυπτική, κεραμική, κινηματογράφο, θέατρο, μυθιστόρημα, ποίηση, τραγούδι, χορό. Ωστόσο ο εθισμός του στο όπιο του στέρησε μια μεγάλη περίοδο δημιουργίας. Ο Κοκτό από τη μία ήταν εγωκεντρικός, τουλάχιστον στα γραπτά του, από την άλλη όμως ήξερε να ανακαλύπτει και να προωθεί νέα ταλέντα, όπως έκανε με τον Φρανσουά Τρυφό. Το θεατρικό του έργο Τα τρομερά παιδιά γνώρισε τεράστια επιτυχία και διάρκεια. Ο Ζαν Κοκτό υπήρξε επίσης η ψυχή του πρώτου Φεστιβάλ των Καννών.
Aναστασία Ζενάκου, Νέα, 6 Ιουνίου 2004
 
 
Κοκτώ ή Ζαν ο Ελληνας
«Ξάφνιασέ με, Ζαν»
Η περίφημη δημόσια προτροπή του Ντιαγκίλεφ προς τον Κοκτώ κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους δίνει το μέτρο του Γάλλου ποιητή, θεατρικού συγγραφέα, ζωγράφου και σκηνοθέτη. Ο Κοκτώ, ο οποίος ξεκίνησε το δημιουργικό του έργο την περίοδο του Μεσοπολέμου, σε ό,τι και αν έκανε προσέφερε πάντα αυτό που του ζητούσε ο Ντιαγκίλεφ. Ένα τίναγμα σαν ελαφρά ηλεκτρική εκκένωση από το απρόσμενο. Είναι σίγουρα ένας από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους του μοντερνισμού.
Ο Κοκτώ είναι ένα φαινόμενο. Είναι από τους λίγους δημιουργούς που, όταν πει κανείς πως δεν ήταν μεγάλος, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτόματα τον κατατάσσει στις μετριότητες.
Μείζον γεγονός της διαμόρφωσης του ψυχισμού του είναι μια τραγωδία. Είναι εννέα ετών όταν ένας πυροβολισμός μέσα στη νύχτα θα ξυπνήσει την οικογένεια. Ο Ζωρζ Κοκτώ, ο πατέρας, έχει τινάξει τα μυαλά του στον αέρα μέσα στο γραφείο του. Η μεγαλοαστική οικογένεια θα καλύψει τα τραύματά της και θα μετατρέψει σε ταμπού τον τραγικό θάνατο. Κανείς ποτέ στο σπίτι δεν θα μιλήσει γι' αυτό. «Κάθε φορά που κυλάει αίμα στις οικογένειες βάζουν πάνω του πανιά και το κρύβουν» θα πει ο ίδιος για το γεγονός.
Η σιωπή είναι ό,τι ακριβώς χρειάζεται για να συντελεστεί μέσα στο παιδί και στον έφηβο η υπόγεια διεργασία που θα τον οδηγήσει στους σκοτεινούς τόπους όπου το αίμα και ο θάνατος μιλούν. Η σχέση του Κοκτώ με τους αρχαίους μύθους, τον οιδιπόδειο και τον ορφικό κυρίως, ξεκινά από τον πυροβολισμό με τον οποίο ο πατέρας έβαλε τέλος στη ζωή του.
Όταν κάποτε θα μπορέσει να μιλήσει θα φανεί πόσο βαθιά ταυτίστηκε με αυτόν. «Ο ομοφυλόφιλος γνωρίζει τον ομοφυλόφιλο όπως ο Εβραίος τον Εβραίο. Τον καταλαβαίνει πίσω από τη μάσκα. Ανέκαθεν πίστευα ότι ο πατέρας μου μού έμοιαζε τόσο πολύ ώστε ήταν αδύνατον να διαφέρει σ' αυτό το βασικό σημείο. Προφανώς από την πίεση (για να πνίξει τις προτιμήσεις του) δεν άντεξε. Στην εποχή του άλλωστε σε σκότωναν για πολύ λιγότερα».
Όλο το έργο του ποιητή θα περιστραφεί γύρω από την εξερεύνηση του προσωπικού χώρου. Θα γράψει: «Δεν θα του έλεγα (ενός νέου) όπως ο Ζιντ: Φύγε, εγκατέλειψε την οικογένεια και το σπίτι σου, αλλά: Μείνε και σώσε τον εαυτό σου μέσα στα σκοτάδια σου. Εξερεύνησέ τα. Εξόρκισέ τα στο φως».
 
Αφίσα της ταινίας Η πεντάμορφη και το Τέρας (1946)
 
Ο Κοκτώ-Ορφέας θα βυθιστεί πολύ βαθιά σε αυτό που ονόμασε «μοναδικότητα της νύχτας του» και θα τολμήσει να ανασύρει στο φως τα τρομερά φαντάσματα της παιδικής ηλικίας του. Ο «πολύτροπος ποιητής» ξεκινά την καριέρα του γύρω στα 1910 δημοσιεύοντας ποιήματα, σκίτσα, κάνοντας θέατρο και πολύ σύντομα ξεκινά η συνεργασία του με τον Ντιαγκίλεφ. Κάνει την αφίσα για «Το φάντασμα του ρόδου» με πρώτο χορευτή τον Νιζίνσκι. Αρχίζει επίσης τη συνεργασία του με τον Στραβίνσκι, με τον οποίο αργότερα θα συνεργαστεί στη μουσική διασκευή του «Οιδίποδα Τυράννου», και πριν από τον πόλεμο έχει ολοκληρώσει ένα υπερρεαλιστικό μυθιστόρημα, τον Ποτομάκ. Ενας θάνατος θα τον σημαδέψει πάλι. Ο αγαπημένος φίλος, ο συγγραφέας Ραϊμόν Ραντιγκέ, πεθαίνει σε ηλικία 20 ετών.
Από αυτή την εποχή ο Κοκτώ αρχίζει να καπνίζει συστηματικά όπιο και στήνει με το έργο και τη ζωή του τον μύθο του καταραμένου ποιητή. Αφήνοντας τον κυβισμό και τον υπερρεαλισμό, στρέφεται προς τους ελληνικούς μύθους. Το 1925 ανεβάζει στο Παρίσι τη θεατρική διασκευή του μύθου του Ορφέα με κοστούμια Σανέλ. Το μυθικό-ψυχολογικό υπόβαθρο υπάρχει έντονο επίσης σε ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά έργα του, τα Τρομερά παιδιά. Στη Δαιμόνια μηχανή έχουμε μια ελεύθερη διασκευή του οιδιπόδειου μύθου. Ο Κοκτώ ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία του κινηματογράφου. Κλασικό δείγμα: Η Πεντάμορφη και το Τέρας.Οι φιλίες του Κοκτώ δίνουν το μέτρο της εποχής που χαρακτηρίστηκε Μπελ Επόκ: Πικάσο, Στραβίνσκι αλλά και πριγκίπισσα Ντε Νοάιγ, Κολέτ, Σανέλ.
 
Από αρ: Ζαν Κοκτώ, Πάμπλο Πικάσσο, Ιγκόρ Στραβίνσκυ 
 
Το 1952 ο ποιητής που υπέγραφε Ζαν ο Ελληνας και ο οποίος διακόσμησε με τόσα ελληνικά στοιχεία την έπαυλη μιας φίλης του στην Κυανή Ακτή που είπε «αν ήξερα ότι είναι της μόδας οι παραλίες, θα είχα φέρει άμμο από την Πάρο» θα επισκεφθεί την Ελλάδα. Θα περιηγηθεί με το σκάφος μιας φίλης τους χώρους όπου γεννήθηκαν οι αγαπημένοι του μύθοι. Θα γράψει βλέποντας το τοπίο: «Νησιά φαλακρά, κατάξερα, φαγωμένα από τους μύθους. Ενας Κένταυρος δεν θα προκαλούσε καμία εντύπωση μέσα σε τούτα τα βουνά».
Ο Κοκτώ πέθανε τον Οκτώβριο του 1963. Τον θάνατο, που είναι το μόνιμο θέμα των έργων του, δεν τον φοβόταν. Αυτό που τον πονούσε πολύ ήταν η φθορά του «σώματος και της μορφής». Η πικρή φράση «ένας καθρέφτης πρέπει να συλλογίζεται πριν στείλει πίσω την εικόνα» μεταφράζει την καβαφική αγωνία του χρόνου και ένα αποτυχημένο λίφτινγκ λίγες ημέρες προτού πεθάνει θα τον κάνει να μοιάζει με τις τραγικές μάσκες των αρχαϊκών σχεδίων του. Η μορφή του λίγο πριν από τον θάνατό του είναι η τελευταία απόδειξη πως για τη ζωή και για το έργο του ίσχυε πάντα η φράση ενός ποιήματός του: «Είμαι ένα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια».
ΛΙΝΑΣ ΛΥΧΝΑΡΑ, Το Βήμα, 5/2000 
 


 
Ραυμόν Ραντικγέ, σχέδιο του Ζαν Κοκτώ (1922)
  Ραυμόν Ραντικγέ, σχέδιο του Picasso (1920)

Ζαν Κοκτώ και Ραυμόν Ραντικγέ, πλαζ le lavandou (1922)

 
Τα σχέδια της ανάρτησης είναι του Ζαν Κοκτώ